Ψηλές μάντρες και καταπράσινα επιβλητικά δέντρα κρύβουν από πίσω τους πραγματικούς αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, βάζοντας τους περαστικούς στη διαδικασία να πλάθουν τα δικά τους σενάρια σχετικά με το τι βρίσκεται πίσω από αυτά.
Η αρχοντική Κηφισιά βρίθει από τέτοια κτήρια –συνολικά διαθέτει 180 διατηρητέα κτήρια που χρονολογούνται από τον 19ο και 20ο αιώνα– που, αδιαμφισβήτητα, προκαλούν το ενδιαφέρον και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα, το καθένα, της αρχιτεκτονικής του.
Παρακάτω ακολουθούν τρία από αυτά, τα οποία αποτελούν, μάλιστα, και κάποια από τα πιο «διάσημα» αξιοθέατα της περιοχής των βορείων προαστίων.
Βίλα Καζούλη
Ένα, αν όχι το μοναδικό, από τα πιο εντυπωσιακά κτήρια που «στολίζουν» την πολύβουη Λεωφόρο Κηφισίας. Στο ύψος του Ζηρίνειου, λοιπόν, η Βίλα Καζούλη δημιουργήθηκε το 1902 από τον ομογενή από την Αλεξάνδρεια έμπορο Νικόλαο Καζούλη.
Στο 47.000 τ.μ. έκτασης κτήμα δημιουργήθηκε ένα κτίσμα που ξεχωρίζει για τα στοιχεία νεοκλασικισμού και αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής που το χαρακτηρίζουν, ενώ ο εντυπωσιακός του τρούλος αδιαμφισβήτητα κεντρίζει τα βλέμματα όλων, στην προσπάθειά του να εναρμονιστεί με το υπόλοιπο κτήριο.
Κατά καιρούς στην έπαυλη των 2.500 τ.μ. φιλοξενήθηκαν, κυρίως τα καλοκαίρια, σπουδαίοι εκπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών, πολιτικοί και βασιλιάδες ανάμεσα στους οποίους ο Γεώργιος Α’ και ο Φαρούκ της Αιγύπτου.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με ένα συμβόλαιο αγοράς, η βίλα φαίνεται να είναι χτισμένη σε έκταση που παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί ως νεκροταφείο, καθώς και το γεγονός ότι επί κατοχής επιτάχθηκε από τους Γερμανούς.
Μεταγενέστερα σε αυτή στεγάστηκε το πρώτο ΚΑΤ, έως το 1952, λειτούργησε ως χώρος περίθαλψης σεισμοπαθών με το σεισμό των Ιονίων, ενώ το 1970 αποτέλεσε σκηνικό και για τα γυρίσματα κάποιων σκηνών της ταινίας «Υπολοχαγός Νατάσα» με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Σήμερα, η βίλα που το 1976 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέα, και μετά από συντήρηση που ξεκίνησε το 1996, στεγάζει το «Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης».
Οικία Πηνελόπης Δέλτα
Η Οικία της Πηνελόπης Δέλτα, όπως είναι περισσότερο γνωστό το νεοκλασικής αρχιτεκτονικής κτήριο των αρχών του 20ου αιώνα στη συμβολή των Εμμανουήλ Μπενάκη και Στέφανου Δέλτα στην Κηφισιά, δεν αποτέλεσε από την αρχή της δημιουργίας του ιδιοκτησία της οικογένειας Δέλτα.
Η «παραγγελία» για την κατασκευή του έγινε από τον δικηγόρο Κ. Λύτσικα στις αρχές του 20ου αιώνα, με τον αρχιτέκτονά του να παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστος. Η αγορά της οικίας από τον πατέρα της Πηνελόπης Δέλτα πραγματοποιήθηκε το 1912, ο οποίος με τη σειρά του μεταβίβασε το ακίνητο στην αγαπημένη συγγραφέα των παιδικών μας χρόνων.
Πρόκειται για ένα διώροφο 700 τ.μ. κτήριο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, με αρκετά χαρακτηριστικά από τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική, ενώ διαθέτει και στοιχεία που παραπέμπουν σε τυπικό πύργο- κλιμακοστάσιο.
Η οικογένεια της Πηνελόπης Δέλτα έκανε κάποιες προσθήκες στο κτήριο, στη νοτιοδυτική πλευρά του οποίου κατασκεύασε ένα πρόκτισμα έτσι ώστε η αγαπημένη μας συγγραφέας να έχει περισσότερο χώρο εργασίας. Ενώ πρόσθεσε και έναν εξωτερικό ανελκυστήρα, αλλαγές οι οποίες δεν επηρέασαν καθόλου την μορφολογία του αρχικού κτίσματος.
Οι εσωτερικοί του χώροι ξεχωρίζουν για την λιτότητα και απλότητα που τους χαρακτηρίζει με αρκετές ξύλινες επενδύσεις, χωρίς, ωστόσο, τις γύψινες διακοσμήσεις που διέκριναν τα αντίστοιχα αστικού τύπου κτίσματα της εποχής.
Από το 1994 στην Οικία Δέλτα στεγάζεται το Τμήμα των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο το 1992 μετά από την αρχιτεκτονική μελέτη των Γ. Πλέσσα και Α. Ζάννα προχώρησε σε εργασίες ανάπλασης του κτηρίου.
Η συγγραφέας των παιδικών μας χρόνων έζησε εδώ για 25 χρόνια μέχρι την ημέρα που αυτοκτόνησε στις 2 Μαΐου του 1941, την ημέρα που μπήκαν στην Αθήνα τα στρατεύματα των Γερμανών.
Έπαυλη Ατλαντίς
Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλλερ, που κατά τον 19ο και 20ο αιώνα μεγαλούργησε στην Ελλάδα βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα σε αρκετά κτήρια- κοσμήματα της Αθήνας, υπογράφει και την αρχιτεκτονική της Έπαυλης Ατλαντίς στη συμβολή των οδών Πεσμαζόγλου και Εμμανουήλ Μπενάκη.
Χτισμένη το 1897, το όνομά της είναι εμπνευσμένο από την ελληνόφωνη εφημερίδα «Ατλαντίς» στη Νέα Υόρκη, εκδότης της οποίας ήταν το Σόλωνας Βλαστός, ιδιοκτήτης της βίλλας.
Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα με χαρακτηριστικά παραθεριστικού τύπου εξοχικής κατοικίας. Το διώροφο κτήριο αποτελείται από ισόγειο και έναν όροφο, ενώ διαθέτει ορθογωνική κάτοψη.
Σύμφωνα, με τους ιστορικούς, μάλιστα ο Γερμανός αρχιτέκτονας πρωτοτυπεί στο συγκεκριμένο έργο του, καθώς συνδυάζει διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία της Αναγέννησης με άλλα που παραπέμπουν στην Κλασική Αρχαιότητα.
Έτσι, πέτρινες καμάρες «παντρεύονται» με αετώματα και αγάλματα, δημιουργώντας μια εκπληκτική εικόνα στα μάτια τόσο των περαστικών, όσο και των ειδικών, την ώρα που το χρώμα της εξωτερικής λιθοδομής παραπέμπει σε κάτι εξωτικό, απομακρύνοντας την έπαυλη από τα χαρακτηριστικά νεοκλασικά πρότυπα.