Η πρώτη απόφαση με την οποία επιδικάζεται χρηματικό ποσό για ηθική βλάβη, λόγω μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή τής Δικαιοσύνης, εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).
Μάλιστα, το ΣτΕ παραδέχτηκε ότι καθυστέρησε την έκδοση απόφασης και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση σε δικηγόρο, για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Ειδικότερα, από το Γ’ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου επιδικάστηκε το ποσό των 4.800 ευρώ, για ηθική βλάβη που υπέστη δικηγόρος, καθώς η έκδοση τής απόφασής του, κατόπιν δέκα αναβολών, εκδόθηκε μετά από 100 μήνες (8 χρόνια και 4 μήνες), μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Η επίμαχη απόφαση τού ΣτΕ είναι η πρώτη που εκδόθηκε μετά την εφαρμογή του Ν. 4055/2012 για τη «δίκαιη δίκη και εύλογη διαφωνία αυτής».
Ο δικηγόρος ζητούσε να του επιδικαστεί το ποσό των 30.000 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας τής δίκης του, που άρχισε με την κατάθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης τού Πρυτανικού Συμβουλίου τού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με την οποία επελέγη για τη θέση του νομικού συμβούλου, άλλη συνάδελφός του και όχι ο ίδιος.
Την προσφυγή ο δικηγόρος την κατέθεσε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στις 30.6.2003 και αναβλήθηκε η εκδίκασή της δέκα φορές. Τελικά, συζητήθηκε στο Γ’ Τμήμα του ΣτΕ στις 5.2.2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 20.10.2011 και καθαρογράφτηκε στις 17.1.2012. Οπότε και μπόρεσε να πάρει επίσημο αντίγραφο.
Στην αγωγή του ο δικηγόρος επικαλείται τον Ν. 4055/2012 και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που έχει επικυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν.Δ. 53/1974. Τα δύο αυτά νομοθετήματα προβλέπουν ότι οι δίκες πρέπει να γίνονται μέσα σε λογική προθεσμία και εάν υπάρξει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας τής δίκης, ο πολίτης δικαιούται να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών που εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση, για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Τη βλάβη, την υπέστη λόγω της προσβολής τού δικαιώματός του σε ταχεία απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Παράλληλα, ο δικηγόρος υποστηρίζει ότι το ΣτΕ υπερέβη την εύλογη διάρκεια τής δίκης χωρίς υπαιτιότητά του, αφού δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο αναβολή, αλλά ούτε η υπόθεσή του παρουσίαζε καμία ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία. Και η καθυστέρηση αυτή τού προκάλεσε ψυχική ταλαιπωρία, άγχος και αγωνία εν αναμονή τής έκδοσης τής απόφασης.
Κατ’ αρχάς, οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι από τον συνολικό χρόνο των 100 μηνών πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών (1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους).
Οι δικαστές υπογραμμίζουν στην υπ’ αριθμ. 4467/2012 απόφασή τους ότι ο δικηγόρος δεν συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσής του, καθώς μάλιστα οι πολυάριθμες αναβολές συζήτησης της υπόθεσης, δόθηκαν είτε αυτεπαγγέλτως (δεν είχε προετοιμαστεί ο εισηγητής να τη δικάσει), είτε κατόπιν αιτήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Εξάλλου, τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η επίμαχη υπόθεση δεν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ή περίπλοκη και μάλιστα το νομικό ζήτημα, που προέκυψε, έχει λυθεί με προηγούμενη νομολογία τού ΣτΕ.
Ακόμη, το ΣτΕ σημειώνει στην απόφασή του ότι οι 100 μήνες που απαιτήθηκαν για την έκδοση της απόφασης, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά την έννοια του Ν. 4055/2012 και η καθυστέρηση αυτή «προκάλεσε πράγματι στον δικηγόρο ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη ο δικηγόρος». Το ΣτΕ έκρινε δικαιολογημένη την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση του δικηγόρου.
Οι δικαστές δεν δέχθηκαν τους ισχυρισμούς του Δημοσίου, ότι υπάρχει κλονισμός της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού κράτους, λόγω της οικονομικής κρίσης, και για τον λόγο αυτό πρέπει να επιδικαστεί στον δικηγόρο το ποσό των 1.500 ευρώ.
Τέλος, οι σύμβουλοι Επικρατείας, αφού έλαβαν υπόψη τους ότι ο δικηγόρος δεν συνδέει τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο με σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα, επιδίκασε το ποσό των 4.800 ευρώ και την επιστροφή τού ποσού τού παραβόλου, που συνόδευε την προσφυγή του.