«Τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο δεν με τρόμαξαν ούτε στιγμή, γι’αυτό και βρέθηκα πολύ κοντά στην πύλη την ώρα που έμπαινε το τανκ», είναι οι δηλώσεις του φωτορεπόρτερ Αριστοτέλη Σαρρηκώστα που ολομόναχος, άφοβος και ψύχραιμος την ώρα που το τανκ ισοπέδωνε την πύλη του Πολυτεχνείου τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, κάνει τα «κλικ» του και αποχωρεί.
Λίγες ώρες αργότερα μέσω του πρακτορείου Associated Press, με το οποίο συνεργαζόταν, οι φωτογραφίες του κάνουν το γύρο του κόσμου. Σήμερα, 39 χρόνια μετά, ο κ. Σαρρηκώστας εξομολογείται ότι δεν φοβήθηκε ποτέ. Άλλωστε ο ίδιος ήταν εξοικειωμένος με πολέμους και γενοκτονίες.
«Τα μάτια μου έχουν δει πολύ χειρότερα πράγματα. Η μηχανή μου έχει απαθανατίσει χιλιάδες νεκρούς ανά την υφήλιο. Όμως με το Πολυτεχνείο οφείλω να ομολογήσω ότι συγκλονίστηκα και αυτό γιατί συνέβαινε στην πατρίδα μου», δηλώνει στον Ελεύθερο Τύπο και συμπληρώνει: «Δεν φοβήθηκα ούτε για μια στιγμή. Αν φοβόμουν δεν θα πήγαινα.
Εκείνη τη στιγμή που έμπαινε το τανκ, όσο κι αν ακούγεται ψυχρό, κυριάρχησε το συναίσθημα της δουλειάς. Το πρωτεύων ήταν να δείξεις επαγγελματισμό. Να κάνεις τη δουλειά σου. Ο συναισθηματισμός δεν χωράει στο φωτορεπορτάζ. Άσχετα που όταν γυρίζω στο σπίτι είναι στιγμές που δακρύζω και μου έρχεται να πετάξω τις μηχανές».
Ο τολμηρός φωτορεπόρτερ αφού φωτογράφισε το τανκ να μπαίνει στο Πολυτεχνείο, έδωσε το φιλμ στο διευθυντή του και του είπε να φύγει, όπως κι έγινε. Ενώ συνέχιζε να φωτογραφίζει, μια ομάδα αστυνομικών με μεγάλα καδρόνια στα χέρια κινήθηκαν προς το μέρος του και επιχείρησαν να τον χτυπήσουν. Με ελιγμούς απέφυγε τα χτυπήματα και τράπηκε σε φυγή.
Το 1977 κατέβασε τις μηχανές του ενώ σήμερα στα 75 του χρόνια στέλνει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στη γυναίκα του που ανέθρεψε μόνη της τέσσερα παιδιά και χωρίς την οποία δεν θα ήταν, όπως λέει, φωτορεπόρτερ.