Πέντε μήνες πέρασαν από τον φονικό πύρινο όλεθρο στην Ανατολική Αττική, που πήρε μαζί του 99 ανθρώπους, περιουσίες, χιλιάδες στρέμματα γης, δέντρα και μνήμες.
Περνώντας από τη Λεωφόρο Μαραθώνος και μπαίνοντας στο Μάτι αντικρίζεις τη μπουλντόζα που μαζεύει τους καμένους κορμούς και τα κλαδιά για να τα φορτώσει στο φορτηγό, τους ντόπιους που φροντίζουν όπως όπως τον κήπο και τις αυλές τους που προσπέρασαν οι φλόγες και τους εργάτες που κάνουν μερεμέτια.
Βλάστηση, υποδομές και περιουσίες ισοπεδώθηκαν και μαζί τους ανθρώπινες ζωές.
Οι διαδικασίες υλοτόμησης και απομάκρυνσης των καμένων δέντρων πραγματοποιούνται εντατικά και συντονισμένα σε μια τεράστια προσπάθεια που γίνεται ώστε το Μάτι να συνέλθει και να αποκτήσει και πάλι ζωή σε πείσμα του γκρίζου τοπίου.
Πέρα απ’ αυτούς που «έφυγαν» για πάντα, άλλοι ξεσπιτώθηκαν τελείως. Όμως δεν εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Εδώ μεγάλωσαν, ανάμεσα στα δέντρα που κάηκαν έπαιξαν. Πείσμωσαν και ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους που από την μία στιγμή στην άλλη καταστράφηκε.
Παλεύουν να ξανασταθούν στα πόδια τους και ζητούν απόδοση ευθυνών για τις ολέθριες συνέπειες της πυρκαγιάς αλλά και μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη διαχείριση της επόμενης ημέρας, με βασικό «εχθρό» την γραφειοκρατία.
«Όλοι θέλουν να φτιάξουν τα σπίτια τους. Κάποιος δίπλα στο σπίτι μου ξεκίνησε τη στέγη αλλά σταμάτησε, δεν είχε λεφτά να τελειώσει». Όπως μας εξηγεί μία κάτοικος στο Μάτι περιμένουν να βγουν οι άδειες για να χτίσουν. «Εγώ δεν έπαθα μεγάλες ζημιές. Έσωσα τον ένα μου σκύλο μου ο άλλος χάθηκε… Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνη τη μέρα. Θα κουβαλάμε μια θλίψη. Ακόμα βλέπω εφιάλτες» μας λέει και συνεχίζει: «Όλοι εδώ προσπαθούν να βρουν τους παλιούς ρυθμούς. Τίποτα όμως δεν θα είναι το ίδιο. Το Μάτι δεν θα είναι το ίδιο ποτέ».
Έχει μεσημεριάσει και είναι η σειρά των μικρών παιδιών που σχόλασαν, να ακουστούν μέσα στην «εκκωφαντική» ησυχία. Βγαίνουν χαμογελαστά από ένα λεωφορείο και περιγράφουν πώς ήταν η μέρα τους στο δρόμο για το σπίτι.
Προχωρώντας, το μάτι πέφτει σε μια στολισμένη καφετέρια. Λίγα λαμπάκια αναβοσβήνουν θυμίζοντας στους κατοίκους και στους περαστικούς ότι έρχονται Χριστούγεννα.
«Στολίσαμε, το παλεύουμε. Δεν θέλουμε να σταματήσει ο χρόνος στην 23η Ιουλίου. Πρέπει να συνεχίσουμε» μας λέει η ιδιοκτήτρια ενός καφέ.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι πιο θυμωμένοι. «Έχω ζητήσει από τους υλοτόμους να μου φέρουν ένα καμένο δέντρο, να το στολίσω με λαμπάκια και να το βάλω έξω από το μαγαζί» μου λέει ένας ιδιοκτήτης μίνι μάρκετ, «μας ξέχασαν».
Περπατώντας στο καμένο Μάτι, το βλέμμα πέφτει στα διάσπαρτα μικρά ροζ κυκλάμινα που ξεφυτρώνουν δειλά δειλά δίπλα σε κομμένους κορμούς καμένων δέντρων και γίνονται σύμβολο μίας καινούριας αρχής.
Μέχρι και η φύση, που σε όλη τη μαυρίλα της συνεχίζει να στέλνει παντού στα σπίτια τη μαύρη στάχτη της, παλεύει να ξαναγεννηθεί. Κι αν η φύση δείχνει τον δρόμο, ας ελπίσουμε ότι θα τον βρουν και οι άνθρωποι και εμείς οι υπόλοιποι να μην ξεχάσουμε…