Η Ανάδοχος Παιδιού, Θεώνη Κονδύλη ταξίδεψε στο νησί Mafia της Τανζανίας με το πρόγραμμα Αλληλεγγύης της ActionAid και έγραψε τις εμπειρίες της, τα συναισθήματά της και όσα έζησε εκεί.
Παροτρύνει ακόμη τον καθένα από εμάς να γίνουμε Ανάδοχοι Παιδιού, καθώς όπως υποστηρίζει μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιων ανθρώπων, ή καλύτερα να τους βοηθήσει να μπορέσουν να αλλάξουν οι ίδιοι τη ζωή τους και να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον, με πιο γερά θεμέλια.
«Έχει περάσει λίγος καιρός από το τελευταίο μου ταξίδι στην Αφρική. Κάθε φορά που ταξιδεύω εκεί τα συναισθήματα που γεννιούνται μέσα μου δεν μπορούν να περιγράφουν με λόγια. Είναι συναισθήματα που σε κάνουν να ζεις το απόλυτο, το μοναδικό, που δίνουν νόημα στη ζωή σου και σε γεμίζουν μέχρι τα βάθη της ψυχής.
Είκοσι τέσσερις φίλοι, Ανάδοχοι της Actionaid, ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι με την προσδοκία να ζήσουμε την κάθε στιγμή. Ένα ταξίδι τελείως διαφορετικό και ξεχωριστό από τα προηγούμενα ταξίδια αλληλεγγύης, στο νησί Mafia της Τανζανίας.
Ένα ταξίδι ενσωμάτωσης σε ένα κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας. Ένα ταξίδι που γίνεσαι ένα με την οικογένεια που σε φιλοξενεί, μπαίνεις στο σπίτι τους, στην καθημερινότητα τους και ακόμη κι αν δε μιλάς την ίδια γλώσσα, γίνεσαι μέρος της ζωής τους ανακαλύπτοντας τους πιο όμορφους κώδικες επικοινωνίας.
Συνταξιδιώτισσα στο ταξίδι, η φίλη μου η Ράνια, με την οποία μοιραστήκαμε πολλές στιγμές αφού θα μέναμε μαζί στο σπίτι που θα μας φιλοξενούσαν. Φτάνοντας στο εξωτικό νησί, Mafia, μας περίμεναν οι οικογένειες. Μία στιγμή αρκετά έντονη, βλέμματα αμηχανίας αλλά και χαράς. Η λάμψη στα μάτια της Victorias, της γυναίκας που μας φιλοξένησε, κρατώντας ένα χαρτί με τα ονόματά μας ήταν η πιο όμορφη υποδοχή. Μια γυναίκα άγνωστη, που όμως δε μπορούσε να κρύψει την ανυπομονησία της για εμάς.
Οι πρώτες στιγμές στο σπίτι της, με την οικογένειά της, τα παιδιά και τους φίλους της είναι στιγμές χαραγμένες στο μυαλό μου. Δυνατές εικόνες που θα με συντροφεύουν για πάντα.
Η Victoria, είναι 45 χρονών και έχει τέσσερις κόρες. Ζει μαζί με τη μικρότερη κόρη της, τη Ρεβέκκα, 9 χρονών, ένα παιδί που έχει όνειρα και προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Ονειρεύεται να γίνει δασκάλα και να κάνει ταξίδια για να γνωρίσει τον κόσμο. Της αρέσει να παίζει με τα υπόλοιπα παιδιά στη γειτονιά και να χορεύει.
Η Victoria εργάζεται σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής, πλένοντας ρούχα, με αρκετά χαμηλό εισόδημα. Το πιο συγκινητικό είναι ότι αυτές τις μέρες, πήρε άδεια για να είναι μαζί μας και να μπορεί να μας φροντίσει. Το σπίτι της είναι χτισμένο από τσιμεντόλιθους και λάσπη, έχοντας μόνο τα απαραίτητα. Μας είχε ετοιμάσει το δωμάτιό μας, ένα κρεβάτι με μία κουνουπιέρα. Τα δωμάτια δεν είχαν πόρτες, όμως η Victoria, είχε φροντίσει λίγο πριν φτάσουμε στο νησί να τοποθετήσει μία πόρτα για εμάς. Μικρές κινήσεις που δε φεύγουν εύκολα από το μυαλό μου. Στα παράθυρα δεν υπήρχε τζάμι, μόνο ένα ύφασμα που χρησίμευε για κουρτίνα. Ήταν πράγματι το πιο ωραίο δωμάτιο που είχα μείνει, γιατί η ζεστασιά του ήταν πιο όμορφη απ’ όλες τις ανέσεις που θα μας παρείχαν κάπου αλλού.
Η αμηχανία της πρώτης στιγμής δεν άργησε να φύγει. Καθίσαμε στο σαλόνι και προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με τα λίγα αγγλικά που καταλάβαινε και τη βοήθεια της μεγάλης κόρης της, η οποία μας επισκέπτονταν καθημερινά. Μας μίλησε για τη ζωή της, για την καθημερινότητα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Το ενδιαφέρον της, για εμάς, ήταν αρκετά έντονο. Ρωτούσε και ήθελε να μάθει και για τη δική μας οικογένεια, τις δικές μας συνήθειες. Με φωτογραφίες που είχαμε φέρει προσπαθήσαμε να την φέρουμε πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, στη δική μας καθημερινότητα και έμοιαζε να ταξιδεύει με χαρά πολύ μακριά.
Το φαγητό ετοιμαζόταν γύρω στις 6 το απόγευμα, το μοναδικό γεύμα της ημέρας. Δε μπορώ να ξεχάσω τη χαρά της όταν της λέγαμε πόσο νόστιμο είναι και την απορία στο βλέμμα της, όταν της ζητούσαμε να την βοηθήσουμε στις δουλειές του σπιτιού. Ξυπνούσαμε νωρίς το πρωί. Κάποιοι από εμάς ακολουθούσαν τους άνδρες της οικογένειας για ψάρεμα ή στα χωράφια, άλλοι έμεναν στο σπίτι σκουπίζοντας, πλένοντας, μαγειρεύοντας και άλλοι κουβαλούσαν νερό. Ήταν κάτι ελάχιστο σε σχέση με όσα κατάφεραν να μας δώσουν οι άνθρωποι αυτοί.
Κάθε απόγευμα η αυλή γέμιζε με χαρούμενα παιδικά προσωπάκια. Ατελείωτες στιγμές γέλιου και παιχνιδιού με τα μπαλόνια και τις μπάλες που τους είχαμε φέρει. Δε θα ξεχάσω τα παιχνίδια που παίζαμε όλοι μαζί το βράδυ κάτω από το φως του φεγγαριού και με το ελάχιστο φως των κεριών, τον χορό και τα τραγούδια της μικρής Ρεβέκκας, τις αγκαλιές και τα γέλια που μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε ακόμα πιο πολύ, πόσο ίδιοι τελικά είμαστε. Προσπαθώ να μη κάνω συγκρίσεις με τη ζωή μου, για να καταφέρω να ζήσω όσο πιο έντονα τη κάθε στιγμή.
Δε θα ξεχάσω την όμορφη οικογένεια του ανιψιού της, του Αλί που κάθε βράδυ ερχόταν στο σπίτι για να περάσουμε χρόνο μαζί. Η λέξη “ευχαριστώ”, μία λέξη που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας αρκετά συχνά, άρχισε να αποκτάει νόημα, χαραγμένη πλέον στη ψυχή μας.
Κάθε μεσημέρι συναντιόμασταν με την ομάδα στο σχολείο του χωριού, όλοι αρκετά ενθουσιασμένοι και συγκινημένοι για να μοιραστούμε στιγμές που περνούσαμε με τις οικογένειες. Οι λέξεις δύσκολα έβγαιναν από μέσα μας. Ο καθένας είχε να διηγηθεί κάτι το διαφορετικό, κάτι το μοναδικό. Στο ψαροχώρι οι άνθρωποι μας κοιτούσαν στα μάτια και μας ζητούσαν συμβουλές για το πώς μπορούν να προχωρήσουν στην ζωή τους. Η Ανθούσα και η
Στέλλα, βοηθώντας την οικογένεια τους, πουλούσαν τις νόστιμες τοπικές πίτες που έφτιαχναν μαζί τους.
Η τελευταία συνάντηση ήταν διαφορετική. Η μέρα του αποχωρισμού είχε φτάσει και τώρα ήμασταν όλοι μαζί με μερικούς ανθρώπους από τις οικογένειες μας. Περιέγραφαν με χαρά πόσο ευτυχισμένοι ήταν που μας φιλοξένησαν κάτι που ως τότε δεν είχαν ξανά κάνει και δεν το είχαν ζήσει ποτέ.
Μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά έπρεπε να επισκεφτούμε διάφορες κοινότητες που με τη βοήθεια της ActionAid είχαν δημιουργήσει συνεταιρισμούς για να καλυτερέψουν τη ζωή τους, μαθαίνοντας τους να ψαρεύουν, δίνοντας τους μία βάρκα και τον απαραίτητο εξοπλισμό για να κάνουν την δουλειά τους ευκολότερη.
Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος και η συγκίνηση πολύ μεγάλη. Η Victoria μας χάρισε πανέμορφα, χρωματιστά παρεό για να μας ευχαριστήσει. Η μικρή Ρεβέκκα μετά από λίγη ώρα, είχε φύγει από τον χώρο που ήμασταν μαζεμένοι, χωρίς να μας χαιρετήσει. Ήταν αρκετά στεναχωρημένη και συγκινημένη.
Εύχομαι και ελπίζω να βρεθώ πάλι στο όμορφο Utende, να σφίξω στην αγκαλιά μου όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που με έβαλαν στο σπίτι τους, κάτι που δύσκολα θα κάναμε εμείς με έναν άνθρωπο τελείως άγνωστο, μοιράστηκαν το πιο γλυκό γεύμα και το πιο όμορφο δωμάτιο. Μια μεγάλη αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα ήταν αρκετά να μας κάνουν να νομίζουμε ότι γνωριζόμαστε χρόνια.
Επιστρέφοντας στο καθημερινό πρόγραμμα, το μυαλό μου και η ψυχή μου θα ταξιδεύει στο πανέμορφο σπίτι της Βικτώρια, της Ρεβέκκα, της Μερίνα και του Τζόν.
Όταν γυρνάω από την Αφρική το βλέμμα μου αλλάζει, γίνεται πιο θολό, πιο υγρό αλλά ταυτόχρονα πιο ήρεμο, πιο γεμάτο. Οι άνθρωποι που γνώρισα, άνθρωποι με ελπίδα, όνειρα αλλά και ευτυχισμένοι, ξέγνοιαστοι είναι η οικογένεια μου. Μία οικογένεια που ζει σ’ ένα μακρινό νησί και θα ανυπομονώ να έρθει η στιγμή που θα τους συναντήσω ξανά. Κι όπως λέει και ο φίλος μου ο Χρήστος, η βαλίτσα που παίρνουμε επιστρέφοντας πίσω είναι γεμάτη με δυνατές εικόνες, έντονες αναμνήσεις, παιδικά χαμόγελα, συναισθήματα και αμέτρητες ιστορίες.
Ευχαριστώ την ActionAid, που με βοήθησε να κάνω αυτό το ταξίδι αλλά και τη Βικτώρια που μου έδωσε ότι πιο όμορφο μπορεί να σου δώσει κανείς, αγάπη. Κι αν δεν είστε ακόμα Aνάδοχοι σας παροτρύνω να γίνετε και να δείτε κι εσείς το έργο που κάνει η οργάνωση, αλλά και όλοι εμείς μαζί.
Ο καθένας από εμάς μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιων ανθρώπων, ή καλύτερα να τους βοηθήσει να μπορέσουν να αλλάξουν οι ίδιοι τη ζωή τους και να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον, με πιο γερά θεμέλια».
Πηγή: actionaid.gr