Παράνομη είναι η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας από την πλευρά των εργοδοτών, εάν δεν έχει προηγηθεί διάλογος με τους εργαζομένους, δεν τους έχουν δοθεί οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, δεν έχει εξαντληθεί κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων και δεν έχει προηγηθεί διαβούλευση με τους εργαζομένους.
Αυτό αποφάσισε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 4424/2012 απόφασή του (ασφαλιστικά μέτρα) και δικαίωσε εργαζομένους οι οποίοι κλήθηκαν να υπογράψουν νέες συμβάσεις, που προέβλεπαν εκ περιτροπής εργασία.
Την ίδια στιγμή, τα στατιστικά στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας καταδεικνύουν ότι όλο και αυξάνουν οι αριθμοί της εκ περιτροπής εργασίας και της μερικής απασχόλησης σε βάρος του θεσμοθετημένου 8ώρου απασχόλησης.
Σημειώνεται ότι ραγδαία επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας καταγράφουν τα τελευταία στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), βάσει των οποίων οι μισές νέες προσλήψεις γίνονται για μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ αύξηση καταγράφουν και οι μονομερείς μετατροπές των ήδη υπαρχουσών συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής.
Κατ’ αρχάς, η δικαστική απόφαση που δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου» (τεύχος 11/2012) διευκρινίζει ότι «αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 260/2006 και του Ν. 1767/1988».
Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, «για την επιβολή από τον εργοδότη της εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση απαιτείται αφενός να συντρέχει η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού της δραστηριότητάς του και αφετέρου να γίνει ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση να γίνει με το σύνολο των εργαζομένων».
Επειδή, όμως, δίνεται στον εργοδότη «κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα να επέμβει στο περιεχόμενο των συμφωνιών των συμβάσεων που έχει με το προσωπικό του και να τις αλλάξει με τρόπο επαχθή για τους εργαζομένους, οι προϋποθέσεις για την άσκησή του (σ.σ.: της εκ περιτροπής εργασίας) είναι αυστηρές και για να εφαρμοστεί πρέπει ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας να είναι πολύ σοβαρός με μόνιμα χαρακτηριστικά, όχι όταν απλώς μια επιχείρηση έχει ταμειακές δυσχέρειες ή όταν υπάρχει άσχημη συγκυρία στην αγορά» προσθέτει το δικαστήριο.
Αναμφίβολα, συνεχίζει η πρόεδρος Πρωτοδικών, Ελένη Βαμβακά, «δεν απαιτείται να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της επιχείρησης για να μπορεί ο εργοδότης να προσφύγει μονομερώς στην εξ περιτροπής εργασία». Όμως, «δεν αρκεί η επίκληση από την πλευρά του εργοδότη οποιωνδήποτε οικονομικών προβλημάτων ή οποιουδήποτε περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησής του». Εφόσον «η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται ως ηπιότερη εναλλακτική λύση, προκειμένου να αποτραπούν απολύσεις, θα πρέπει ο περιορισμός των δραστηριοτήτων να έχει μια τέτοια έκταση, που να απειλεί άμεσα τις θέσεις εργασίας».
Ακόμη, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου: «Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους, που πρέπει να τηρηθούν για να επιβληθεί η εκ περιτροπής εργασία, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε σοβαρή συζήτηση με το προσωπικό του για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να δώσει τα οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων».
Αν δεν γίνει ενημέρωση, τονίζει η πρόεδρος, «με διαβίβαση στοιχείων, ώστε να λάβουν γνώση οι εργαζόμενοι της πρόσφατης και της πιθανής εξέλιξης των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης σε αυτή (επιχείρηση) και δεν δοθεί από τον εργοδότη ένα χρονικό διάστημα διαβούλευσης, τότε η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας θα είναι παράνομη».
Το δικαστήριο το απασχόλησε περίπτωση επιχειρηματία ο οποίος διατηρεί πέντε καταστήματα βρεφικών ειδών στο νομό Αττικής και 14 στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ απασχολεί 61 άτομα προσωπικό.
Ο επιχειρηματίας κάλεσε τους εργαζομένους να υπογράψουν συμπληρωματικές συμβάσεις, που μεταξύ των άλλων προέβλεπαν αποδοχή αλλαγής του τόκου παροχής υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι αρνήθηκαν να υπογράψουν τις συμβάσεις αυτές.
Κατόπιν αυτών, ανακοινώθηκε στους εργαζομένους η σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, προσθέτοντας ότι προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν απολύσεις, θα καθιερωθεί η εκ περιτροπής εργασία. Στη συνέχεια, αφού ανακοινώθηκαν περιορισμένα οικονομικά στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας κάλεσε η εργοδοτική πλευρά ορισμένους υπαλλήλους να υπογράψουν συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας, οι οποίοι και αρνήθηκαν.
Κατόπιν αυτών, ο εργοδότης ανακοίνωσε στην Επιθεώρηση Εργασίας την απόφασή του για την εκ περιτροπής εργασία ορισμένων υπαλλήλων του.