Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν δικαιούνται το επίδομα των 176 ευρώ αποφάσισε το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και παρέπεμψε το ζήτημα για νέα κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Σε περίπτωση κατά την οποία η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνταυτιστεί με την άποψη του ΣΤ’ Τμήματος, τότε η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για οριστική κρίση λόγω αντίθετων αποφάσεων του Αρείου Πάγου.

Να σημειωθεί ότι ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεων έχει δεχθεί ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι δικαιούνται το επίμαχο επίδομα των 176 ευρώ.

Ειδικότερα, 25 δικαστικοί υπάλληλοι έχουν προσφύγει στη Διοικητική Δικαιοσύνη και ζητούν να τους καταβληθεί το μηνιαίο επίδομα των 176 ευρώ (πρόσθετη παροχή του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002) για την τριετία 2003-2005, ισχυριζόμενοι ότι κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν τους έχει καταβληθεί, ενώ σε πολλές άλλες κατηγορίες εργαζομένων του Δημοσίου και ευρύτερου Δημοσίου τομέα καταβάλλεται.

Επιπρόσθετα, επικαλούνται ότι η χορήγηση του επίμαχου επιδόματος έχει προσλάβει χαρακτήρα γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων οι οποίοι αμείβονται σύμφωνα με το ενιαίο μισθολόγιο.

Αναλυτικότερα, με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στους δικαστικούς υπαλλήλους επιδικάστηκε στον καθένα (για μία τριετία) το ποσό των 6.336 ευρώ. Όμως, το Δημόσιο άσκησε αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης υποστηρίζοντας ότι η επέκταση του επίμαχου επιδόματος στους δικαστικούς υπαλλήλους δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική, ενώ σύμφωνα με την νομοθεσία (άρθρο 14 Ν. 3016/2002) επιτρέπεται η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος μόνο στους υπαλλήλους εκείνους που καταβάλλονται μεν πρόσθετες μισθολογικές παροχές αλλά είναι κατώτερες των 176 ευρώ.

Και οι δικαστικοί υπάλληλοι λαμβάνουν πρόσθετες παροχές που υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει το Δημόσιο, δεν υπάρχει παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας.

Στη συνέχεια το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την αναίρεση του Δημοσίου, κρίνοντας ότι το επίδομα αυτό χορηγείται αδιακρίτως σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων και η κατ’ εξαίρεση μη χορήγησή του σε μερικές μόνο κατηγορίες υπαλλήλων συνιστά άνιση μεταχείριση. Έτσι επιδίκασε σε καθέναν δικαστικό υπάλληλο το ποσό των 4.294 ευρώ.

Το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Δ. Πετρούλας και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Αντωνία Χλαμπέα) είχε αντίθετη άποψη και αποφάνθηκε ότι η εφετειακή απόφαση δεν είναι ορθή.

Και δεν είναι ορθή γιατί το επίμαχο επίδομα χορηγήθηκε παράνομα σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων (κατά παράβαση του Ν. 3016/2002) και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να υποχρεωθεί η Πολιτεία κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας να προβεί στην επέκτασή του και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, δηλαδή «παρανόμως».

«Δεν νοείται ισότητα στην παρανομία» υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «δεδομένου ότι προφανώς η εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν μπορεί να οδηγεί στην επέκταση και γενίκευση μιας παράνομης διοικητικής πρακτικής».

Ούτε όμως ευσταθεί -συνεχίζουν οι δικαστές του ΣτΕ- το επιχείρημα της εφετειακής απόφασης ότι «η επίδικη παροχή των 176 ευρώ απέκτησε χαρακτήρα υποχρεωτικής γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων, ανεξαρτήτως τυχόν καταβαλλομένων σε αυτούς πρόσθετων μισθολογικών παροχών, εκ του ότι ο νομοθέτης περιέλαβε την παροχή αυτή, με τη διάταξη της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002, στις συντάξιμες αποδοχές όλων των υπαλλήλων του δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., αδιαφόρως αν την λαμβάνουν ή όχι».

Κατόπιν όλων αυτών το ΣΤ’ Τμήμα λόγω μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος της εφαρμογής της αρχής της ισότητας και της επέκτασης της χορήγησης της επίδικης παροχής και σε κατηγορίες υπαλλήλων για τους οποίους δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, αλλά και λόγω αντίθετης νομολογίας του Αρείου Πάγου, το όλο θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για νέα κρίση.