Ειρωνικός, περιπαικτικός,αυτοσαρκαστικός ο Τζίμης Πανούσης έχει πάντα ένα δικό του τρόπο να περιγράφει τη ζοφερή πραγματικότητα.
Μιλώντας στην aixmi.gr περιγράφει με τον δικό του καυστικό τρόπο τον Έλληνα του σήμερα ενώ με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια λέει ότι το πιο επίκαιρο σύνθημα είναι «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή… Εκτός από του μπάτσου κι από του βουλευτή».
Η πρώτη του δουλειά ήταν φωτογράφος πορνό και δεν ντρέπεται για αυτό. Όπως λέει: «Έμπαινα σε σκοτεινό θάλαμο… Δεν ξέρω αν έχεις μπει ποτέ μέσα σε σκοτεινό θάλαμο… Τα υγρά τα φωτογραφικά έχουν μια τρομακτική ομοιότητα με τα κολπικά υγρά. Μυρίζει σαν ερεθισμένο ηδονοτριβείο εκεί μέσα. Σε τραβάει όλο αυτό. Αυτό ήταν το αντικείμενό μου… Τέλοσπάντων, στο θέμα μας. Τυπώνοντας μια αναλογική φωτογραφία βλέπεις ότι έχεις μια ανάλυση που δεν την έχουν φτάσει τα ψηφιακά. Θέλω να πω ότι όταν πήρα την πρώτη μου ψηφιακή φωτογραφική μηχανή με κάμποσα mpixel, τράβαγα κι έβλεπα «τι Κοινούσης, τι Πανούσης». Είτε τράβαγες τον Κοινούση, είτε τον Πανούση το ίδιο πράγμα ήταν. Το ίδιο και στη μουσική που είναι η δουλειά μου. Εκεί φάγαμε μεγάλο στραπάτσο εμείς. Γιατί όταν μπαίνουμε σε ένα στούντιο να γράψουμε, έχει προηγηθεί δουλειά στο σπίτι και πολύ προετοιμασία. Κάθεσαι και ασχολείσαι με τη λεπτομέρεια του ήχου και τις συχνότητες. Στο cd αλλά και στο mp3 χειρότερα, πέφτει κούρεμα. Το PSI, δηλαδή, στη δική μας τη δουλειά έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια. Έχει ευτελιστεί πολύ η δικιά μας η δουλειά».
Όπως παραδέχεται εγκατέλειψε το είδος την Ελλάδα, δεν εγκατέλειψε εκείνος το επάγγελμα. «Έχω δουλέψει σε θιάσους, μπουλούκια, έχω μάθει τη δουλειά του ταχυδακτυλουργού. Μου την έμαθε ένας καραγκιοζοπαίκτης. Ξέρω να εξαφανίζω περιστέρια, κάνω τέτοια…»
Στη συνέχεια ο ανατρεπτικός καλλιτέχνης δηλώνει κουρασμένος από όλη αυτήν την κατήφεια που επικρατεί γύρω μας και παραδέχεται ότι έχει κόψει φίλους γιατί μιλάνε μόνο για την κατάσταση που ζούμε και μιζεριάζουν.
Το θέμα είναι ότι πρέπει να απαλλαγούμε από τα κομματόσκυλα. Η ουσία του πράγματος είναι αυτή. Είναι κάποιες συμμορίες συγκεκριμένες, δεν είναι πολλές οικογένειες οι οποίες είναι γαντζωμένες στις καρέκλες. Σ’ αυτό το σημείο θέλω να πω ότι η καρέκλα κάνει τον άνθρωπο, δεν κάνει ο άνθρωπος την καρέκλα. Έχουν μάθει, λειτουργούν με «λογική μαφίας». Και ψάχνουμε τρόπους, δυστυχώς δεν τους έχουμε βρει, για το πώς θα απαλλαγούμε απ’ αυτούς τους νταβατζήδες.
Και συνεχίζει: «Είμαστε δουλόφρονες, όπως λέει ο Καστοριάδης από το 400 π.χ. μέχρι σήμερα είμαστε δουλοπάροικοι, ραγιάδες. Δεν είμαστε πολίτες, δεν έχουμε συνείδηση. Δεν έχουμε ζήσει καμιά επανάσταση. Πολύ σωστά βλέπουμε το κράτος ως κάτι κακό, είναι κακό έτσι όπως είναι, από την άλλη όμως δεν κάνουμε κάτι να αντιπαραταχτούμε.
«Όχι, από την αρχή δεν μ΄ άρεσε αυτό που γινόταν το καλοκαίρι» λέει αναφερόμενος στους χιλιάδες αγανακτισμένους που κατέβηκαν το καλοκαίρι στους δρόμους και στις πλατείες.
«Ένα ξενόφερτο πράγμα. Αγανακτισμένοι; Εμείς αγανακτισμένους λέγαμε στα φοιτητικά μου χρόνια τους φασίστες που έρχονταν και παρίσταναν τους αγανακτισμένους πολίτες, τους τραμπούκους με στόχο να σπάσουν τις απεργίες και τις καταλήψεις. Αυτό του καλοκαιριού ήταν μια μόδα.