Η οικονομική κρίση έφερε στο τραπέζι μας ελληνικά κρασιά ποιότητας που κοστίζουν λιγότερο από πέντε ευρώ. Οι οινοποιοί αποφάσισαν να ρίξουν νερό στο κρασί τους προκειμένου να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες. Όταν λοιπόν το δίλημμα που τίθεται είναι «να πουλάς φθηνότερο κρασί ή να μην πουλάς καθόλου» η επιλογή είναι προφανής.
Παρά την κρίση ή και εξαιτίας αυτής, η κατανάλωση κρασιού στη χώρα μας δεν έχει μειωθεί. Ωστόσο είναι σαφής η στροφή των οινο-καταναλωτών στα φθηνότερα κρασιά ή και στο χύμα.
«Η κατανάλωση εμφιαλωμένων κρασιών που η τιμή τους είναι πάνω από 10 ευρώ σημειώνει πτώση της τάξης του 30 -40%» τονίζει στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, κ. Αγγελος Ρούβαλης.
«Εκείνοι που αγόραζαν κρασιά των 10 ευρώ, τώρα ψωνίζουν στα 7. Ακόμα και αυτοί που αγόραζαν χύμα τώρα ψωνίζουν φθηνότερο χύμα» εξηγεί στην Καθημερινή ο κ. Κώστας Μπακάλης, ιδιοκτήτης κάβας στο κέντρο της Αθήνας. Ο ίδιος κάνει λόγο για πτώση της αγοράς για τα ακριβά εμφιαλωμένα κρασιά (άνω των 20 ευρώ) έως και 25%.
Οι συνθήκες λοιπόν επέβαλαν τη «γέννηση» φθηνότερων κρασιών. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι οινοποιοί επέμεναν ακριβά αφού μπορούν και φθηνότερα… «Εως τώρα η τιμολόγηση του κρασιού γινόταν με βάση την εκτιμώμενη ποιότητα – και όχι το κόστος παραγωγής» λέει ο κ. Ρούβαλης, «τώρα ήρθε η ώρα να να προσφέρουμε προϊόντα στην τιμή του κόστους ή και χαμηλότερα για να επιβιώσουμε».
Σημαντικός παράγοντας που επιτρέπει τη μείωση των τιμών είναι ότι επενδύσεις που είχαν γίνει στο παρελθόν έχουν αποσβεστεί. Τα νέα προϊόντα διατηρούν τα στάνταρ ποιότητας των οινοποιών από τα οποία προέρχονται, αλλά βέβαια είναι περισσότερο «καθημερινά» και οικονομικά από την άποψη της διαδικασίας παραγωγής και εμφιάλωσης κρασιά. Πώς επιτυγχάνεται η μείωση του κόστους;
– Κατ’ αρχάς έχει διαφορά ένα κρασί που προέρχεται από ορεινά αμπέλια, όπου χρειάζεται πολλή χειρωνακτική εργασία.
– Επίσης παίζει ρόλο η απόδοση του αμπελιού σε κιλά. Φυσικά όσο χαμηλότερη η απόδοση τόσο καλύτερο το σταφύλι.
– Τρίτος παράγοντας είναι η παλαίωση. Ενα κρασί που παλαιώνει για τρία χρόνια, για παράδειγμα, σημαίνει ότι ο οινοποιός το πληρώνει για πέντε χρόνια πριν ξεκινήσει να εισπράττει.
– Τέλος, πρέπει να υπολογίσουμε ότι γενικά έχουν πέσει τα κοστολόγια συνολικά.