Η παραμονή των μαθητών στο σχολείο και η ολοκλήρωση των σπουδών τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζει σημαντική πρόοδο στην Ελλάδα, όπως διαπιστώνεται στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θεωρούνται ωστόσο απογοητευτικές οι επιδόσεις ως προς την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων από τους νέους και τους ενήλικες, τη συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και την εκπαίδευση των ενηλίκων.
Η γενική εικόνα για το σύνολο της ΕΕ, δείχνει σημαντική πρόοδο στην επίτευξη των στόχων, επισημαίνεται όμως, ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν χωρίς αποκλεισμούς λειτουργία των εκπαιδευτικών τους συστημάτων, ιδίως όσον αφορά την ένταξη των προσφύγων και μεταναστών.
«Τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο, υποστηρίζοντας τις προσπάθειές μας να διαχειριστούμε σοβαρά ζητήματα, όπως η επίμονη ανεργία των νέων και η αργή οικονομική ανάπτυξη, καθώς και νέες προκλήσεις όπως η προσφυγική κρίση», δήλωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος, αρμόδιος για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τη νεολαία και τον αθλητισμό Τίμπορ Νάβρατσιτς.
Ο κ. Νάνρασιτς πρόσθεσε ότι «σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η εκπαίδευση δίνει τη δυνατότητα στους νέους να γίνουν ενεργοί, ανεξάρτητοι πολίτες και να βρουν μια ικανοποιητική απασχόληση. Δεν είναι απλώς θέμα βιώσιμης ανάπτυξης και καινοτομίας. Είναι θέμα δικαιοσύνης.»
Όσον αφορά τις επενδύσεις στην παιδεία, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της έκθεσης παρακολούθησης (2014) δείχνουν ότι οι σχετικές δημόσιες δαπάνες στην ΕΕ έχουν αρχίσει να αυξάνονται και πάλι, μετά από τρία διαδοχικά έτη συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε ολόκληρη την Ε.Ε. οι δημόσιες επενδύσεις για την εκπαίδευση αυξήθηκαν κατά 1,1% ετησίως. Στα δύο τρίτα περίπου των κρατών-μελών καταγράφεται αύξηση. Σε έξι χώρες, η αύξηση αυτή ήταν μεγαλύτερη από το 5% (Βουλγαρία, Λετονία, Μάλτα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία), Αντιθέτως, δέκα κράτη-μέλη μείωσαν τις δαπάνες τους για την παιδεία το 2014 σε σύγκριση με το 2013 (Αυστρία, Βέλγιο, Ελλάδα, Εσθονία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λιθουανία, Σλοβενία και Φινλανδία).
Ταυτόχρονα, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την χωρίς αποκλεισμούς λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων. Το 2015 οι νέοι από οικογένειες μεταναστών παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου (19%) και χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (36,4%) σε σύγκριση με τον γηγενή πληθυσμό (10,1% και 39,4% αντίστοιχα).
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, αυτό δείχνει ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ιδιαίτερα καθώς αυξάνεται ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που εισέρχονται στην ΕΕ (1,25 εκατομμύρια το 2015, έναντι 400.000 το 2013). Περίπου το 30% των νεοαφιχθέντων είναι κάτω των 18 ετών και οι περισσότεροι από αυτούς είναι κάτω των 34 ετών. Δεδομένης της μικρής τους ηλικίας, η εκπαίδευση είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό μέσο για την προώθηση της ένταξής τους στην κοινωνία.
Η Αυστρία, για παράδειγμα, διοργανώνει μαθήματα μετάβασης σε σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ) και στη γενική εκπαίδευση.
Η Γερμανία συζητά την πρόσληψη περισσότερων των 40.000 εκπαιδευτικών και χιλιάδων κοινωνικών λειτουργών για να υποστηρίξει τη δημιουργία περίπου 300.000 νέων θέσεων εργασίας στο εκπαιδευτικό της σύστημα, από το προσχολικό στάδιο ως την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Η Σουηδία έχει προβεί σε μεταρρύθμιση των κανόνων που διέπουν την υποδοχή και τη φοίτηση των νεοαφιχθέντων μαθητών, με τη δημιουργία συστήματος έγκαιρης αξιολόγησης των δεξιοτήτων (εντός διμήνου από την άφιξη στα σχολεία).
Η Φιλανδία έχει ενισχύσει την οικονομική στήριξη προς τους δήμους για να διοργανώνουν προπαρασκευαστικά μαθήματα. Η Γαλλία σκοπεύει να εφαρμόσει -μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών- πρόγραμμα «ανοίγματος των σχολείων στους γονείς για επιτυχημένη ένταξη» και το Βέλγιο έχει αυξήσει τις υποδομές των τάξεων υποδοχής και τον αριθμό των καθηγητών γλωσσών.