Αθώους για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη πτήση και εκτέλεσης παράνομης πτήσης στον ελληνικό χώρο, έκρινε σήμερα το Μονομελές Πλημμελειοδικείο τους οκτώ κατηγορούμενους Τούρκους στρατιωτικούς, με το σκεπτικό ότι το ελικόπτερο στο οποίο επέβαιναν ήταν στρατιωτικό και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, δεν είχε υποχρέωση υποβολής σχεδίου πτήσης.
Ωστόσο, η πρόεδρος του δικαστηρίου τους έκρινε ενόχους για την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη χώρα, αναγνωρίζοντάς τους το ελαφρυντικό της μη ύπαρξης δόλου (άρθρο 84 2β του Ποινικού Κώδικα) και καταδικάζοντάς τους σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών έκαστος, με αναστολή.
Σημειώνεται, πως η εισαγγελέας εισηγήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, οι τρεις συνήγοροι των κατηγορουμένων ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα έφεσης, αλλά τελικώς η δικαστής αποφάσισε την προαναφερθείσα ποινή.
Μετά το πέρας της δίκης, οι οκτώ Τούρκοι στρατιωτικοί επέστρεψαν στα κρατητήρια, καθώς ήδη έχουν εκδοθεί και τους έχουν επιδοθεί οι αποφάσεις των αστυνομικών αρχών για τη διοικητική κράτησή τους, δυνατότητα που δίδει η ισχύουσα νομοθεσία, δεδομένου ότι στερούνται των απαραίτητων εγγράφων για την ελεύθερη μετακίνησή τους στη χώρα.
Στη διάρκεια της δίκης, η πρόεδρος του δικαστηρίου απηύθυνε κοινές ερωτήσεις σε όλους τους κατηγορουμένους. Ειδικότερα, οι ερωτήσεις αφορούσαν στην επαγγελματική τους ιδιότητα, στο είδος του αεροσκάφους με το οποίο εισήλθαν στην Ελλάδα, τους λόγους για τους οποίους ένιωσαν φόβο για τη ζωή τους, τη συμμετοχή τους σε όσα διαδραματίστηκαν από το βράδυ της Παρασκευής στην Τουρκία, καθώς και ποιος υπαγόρευσε, τόσο τις ενέργειές τους στην Τουρκία, όσο και την απόφασή τους να εισέλθουν παράνομα στην Ελλάδα.
Τα οκτώ στελέχη του τουρκικού στρατού, πληρώματα συνολικά τριών ελικοπτέρων, απάντησαν πως κλήθηκαν τηλεφωνικά από τον αξιωματικό υπηρεσίας, το βράδυ της Παρασκευής, να μεταβούν στην μονάδα τους, η οποία βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να μεταφέρουν τραυματίες στρατιώτες από συγκεκριμένα σημεία της πόλης, χωρίς να τους γίνει γνωστός ο λόγος του τραυματισμού τους.
Μάλιστα κάποιοι εξ αυτών, ανέφεραν, πως τη στιγμή του τηλεφωνήματος βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Από τα τρία ελικόπτερα μόνο το ένα είχε τη δυνατότητα, εξαιτίας των ταραχών που ήταν σε εξέλιξη, να πραγματοποιήσει μία αερομεταφορά τραυματιών.
Τα άλλα δύο ελικόπτερα εγκατέλειψαν την προσπάθεια, καθώς δέχθηκαν πυροβολισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν εάν τους επιτίθεντο πολίτες ή αστυνομικοί.
Οι επιθέσεις που δέχθηκαν τα δύο ελικόπτερα ήταν ο λόγος που επιβιβάστηκαν και τα τρία πληρώματα σε κοινό αεροσκάφος, σε αυτό με το οποίο τελικά προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης.
Εξήγησαν ότι τα ελικόπτερά τους δεν είναι πολεμικά, δεν φέρουν αμυντικό ή επιθετικό οπλισμό, αλλά χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσωπικού και τραυματιών σε περιπτώσεις εκτάκτων αναγκών.
Ισχυρίστηκαν ότι μετά τις επιθέσεις και με οδηγία του αξιωματικού υπηρεσίας, με τον οποίο μπόρεσαν να επικοινωνήσουν μόνο μία φορά και τους ενημέρωσε ότι δεν είναι ασφαλής η επιστροφή στη μονάδα τους, μετέβησαν σε στρατιωτική μονάδα πλησίον της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν σταθμευμένα τα ασθενοφόρα που θα παραλάμβαναν τους τραυματίες, ενώ στην ίδια μονάδα λειτουργεί και στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παρέμειναν σε κτίριο της συγκεκριμένης στρατιωτικής εγκατάστασης έως τις 4 με 5 τα ξημερώματα του Σαββάτου, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με ανωτέρους τους.
Εγκατέλειψαν τo συγκεκριμένο σημείο τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν το κτίριο στο οποίο βρισκόταν δέχθηκε πυροβολισμούς. Με ένα ελικόπτερο οι οκτώ άνδρες κατέφυγαν σε ασφαλή τοποθεσία και συγκεκριμένα δασική έκταση προαστιακά της Κωνσταντινούπολης, όπου μπόρεσαν μέσω ίντερνετ να ενημερωθούν για το τι ακριβώς συνέβαινε στη χώρα.
Παρακολουθώντας όλα όσα διαδραματίζονταν το πρωί του Σαββάτου και μετά τις συλλήψεις και την κακοποίηση αδιακρίτως, ανθρώπων που είτε είχαν συμμετοχή στο πραξικόπημα είτε όχι, φοβήθηκαν τόσο πολύ που αποφάσισαν από κοινού να επιβιβαστούν στο ελικόπτερο, το μοναδικό που δεν είχε βληθεί και να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, προκειμένου να ζητήσουν πολιτικό άσυλο.
Παραδέχθηκαν ότι το σήμα μηχανικής βλάβης του αεροσκάφους που εξέπεμψαν μόλις εισήλθαν παράνομα στον ελληνικό χώρο ήταν προσχηματικό, προκειμένου να τους επιτραπεί η προσγείωση, όπως κι έγινε, καθώς και ότι η Ελλάδα δεν ήταν λύση ανάγκης όσον αφορά τον προορισμό στον οποίο μπορούσαν να κατευθυνθούν, αλλά επιλογή (τα καύσιμα του ελικοπτέρου επαρκούσαν όπως είπαν και για τη Βουλγαρία και για τη Ρουμανία).
«Σήμερα στο δικαστήριο αποδείχθηκε πως οι οκτώ κατηγορούμενοι ήταν άνθρωποι του καθήκοντος, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στελέχη του τουρκικού στρατού και συγκεκριμένα υπηρετούσαν σε μονάδα ελικοπτέρων του στρατού ξηράς, όχι πολεμικό λοιπόν το ελικόπτερό τους. Δεν έφερε οπλισμό το ελικόπτερο αυτό, αποδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία, δεν είχαν γνώση για το πραξικόπημα, εκτελούσαν διαταγές, εβλήθησαν και τα τρία ελικόπτερα στα οποία επέβαιναν, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει, με το στρατό, τους πραξικοπηματίες, την τουρκική αστυνομία και τους πολίτες….Αναγνωρίστηκε ότι όλα αυτά τα έκαναν από ανάγκη και όχι με δόλο», δήλωσε μετά το πέρας της δίκης η μία εκ των συνηγόρων, Μένια Πολυχρόνη.