Εδώ και 100 χρόνια, στο Γαρέφι, στα τέλη του καλοκαιριού, οι πρώτες σπίθες άρχιζαν να λαμπυρίζουν κάτω από τις αυτοσχέδιες συρμάτινες σχάρες. Η μυρωδιά του κάρβουνου και τα αρώματα της Καρατζοβίτικης πιπεριάς από τη γη της Αριδαίας προσκαλούσαν όσους έμεναν στις γύρω γειτονιές, στο πρώτο μεγάλο κοινωνικό γεγονός της σεζόν, σε μια γιορτή γύρω από την παραδοσιακή καλλιέργεια του τόπου.
Η φωτιά από τα ξύλα δεν έπρεπε να είναι σε μικρότερη απόσταση του ενάμισι μέτρου από τη σχάρα και οι γλυκιές πιπεριές τοποθετούνταν με προσοχή μακριά από τις καυτερές, μέσα στον πιπερώνα ή τον «όνταρ», όπως λέγεται στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, ο χώρος όπου γίνεται η ξήρανση της πιπεριάς. Όσοι αναλάμβαναν το κάπνισμα φρόντιζαν να μη σβήσει η φωτιά για το χρονικό διάστημα των 10 – 15 ημερών που απαιτούνταν, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Ακολουθούσε το άλεσμα σε μύλο και τα προϊόντα ήταν πολλά: παραδοσιακό μπούκοβο, κόκκινο πιπέρι, γλυκό ή καυτερό, πάπρικα, πάστα, αλοιφή.
Αργότερα, η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε και μετά από αρκετά χρόνια αναγεννήθηκε από τις στάχτες της ενώ σήμερα, με αφορμή το ενδιαφέρον της αγροτικής τοπικής οικονομίας για το προϊόν, η Καρατζοβίτικη πιπεριά βρίσκεται στο μικροσκόπιο των επιστημόνων του ΕΚΕΤΑ. «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες DNA, να πιστοποιήσουμε την ποικιλία της Καρατζοβίτικης πιπεριάς, ώστε να δώσουμε στον παραγωγό ένα πιστοποιημένο γενετικό υλικό που διαθέτει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως η νόστιμη γεύση και η υψηλή παραγωγικότητα», εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Αναγνώστης Αργυρίου, ερευνητής και αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών (ΙΝΕΒ) του ΕΚΕΤΑ.
Περιγράφοντας τη διαδικασία, την παραλληλίζει με εκείνη που λαμβάνει χώρα στα εγκληματολογικά εργαστήρια της αστυνομίας, όπου οι ερευνητές εντοπίζουν το δακτυλικό αποτύπωμα και οδηγούνται στον δολοφόνο. «Μπορούμε, αναλύοντας τον σπόρο της πιπεριάς και το DNA του, να καταλάβουμε ποιοι σπόροι ανήκουν στην τοπική ποικιλία ή όχι. Έτσι μπορούμε να οδηγήσουμε τους παραγωγούς σε μια πολύ γρήγορη γενετική βελτίωση της καλλιέργειάς τους και με τον όρο γενετική βελτίωση δεν εννοούμε μετάλλαξη αλλά διασφάλιση του ότι καλλιεργείται η συγκεκριμένη ποικιλία», προσθέτει ο κ. Αργυρίου. Με τον ίδιο τρόπο, όπως λέει, «έχουμε τη δυνατότητα να εξετάσουμε, για τυχόν κρούσματα νοθείας, δείγματα από προϊόντα που βρίσκονται στο εμπόριο και να διαπιστώσουμε, για παράδειγμα, αν αυτό που βρίσκεται στο σακουλάκι είναι φάβα Σαντορίνης ή φασόλια Πρεσπών».
Σχετική πρόταση, άλλωστε, για τη συνεργασία του δήμου Αλμωπίας με το ΕΚΕΤΑ με σκοπό τη γενετική ταυτοποίηση της Καρατζοβίτικης πιπεριάς, έχει κατατεθεί στο διασυνοριακό πρόγραμμα Interreg. «Η πιπεριά της περιοχής μας ανήκει σε μια κατηγορία προϊόντων που είναι χαρακτηριστικά του τόπου λόγω και του μικροκλίματος της Αλμωπίας και για κάποιους λόγους είχε εγκαταλειφθεί η καλλιέργειά τους. Τέτοια είναι το φασόλι παππούδα, το σταφύλι αμάσι, το κεράσι, το κάστανο και πολλά ακόμη, για τα οποία γίνεται πλέον μια προσπάθεια ώστε να αποκτήσουν έναν τοπικό προσδιορισμό, το χαρακτήρα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής προέλευσης, με επιδίωξη να συνδεθεί η τοπική γαστρονομία με την τοπική ανάπτυξη», τονίζει, από την πλευρά του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο αντιδήμαρχος Αλμωπίας, Γιώργος Τσιμτσιρίδης. Ειδικά για την πιπεριά αναφέρει ότι ο τρόπος παραγωγής και η μειωμένη ποσότητα νερού που απαιτείται για την ανάπτυξη του φυτού (ιδιαίτερη καλλιεργητική τεχνική), σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα της συγκεκριμένης πιπεριάς σε «εχθρούς» και ασθένειες (μικρό κόστος παραγωγής) την καθιστούν ιδανική επιλογή στις κηπευτικές καλλιέργειες.
Εφόσον γίνει η γενετική ταυτοποίηση της Καρατζοβίτικης πιπεριάς, σχεδιάζεται η ανάπτυξη δυναμικών καλλιεργειών προκειμένου, όπως σημειώνει ο κ. Τσιμτσιρίδης, να μπουν τα προϊόντα της πιπεριάς στο ράφι των σούπερ μάρκετ και τις μεγάλες αγορές. «Μέχρι τώρα ο παραγωγός διέθετε τα προϊόντα της πιπεριάς από χέρι σε χέρι. Η διαδικασία είχε το χαρακτήρα οικοτεχνίας και όχι βιοτεχνίας. Θέλουμε να ξαναδομήσουμε όλο το φάσμα του προϊόντος, να προωθήσουμε τον γαστρονομικό τουρισμό, να λειτουργήσουμε ένα θεματικό πάρκο για την κόκκινη πιπεριά, να δημιουργήσουμε ένα πάρκο αγροτοδιατροφικής εκπαίδευσης στην Αριδαία για παιδιά ηλικίας 5 έως 7 ετών ώστε να διαμορφώνουν μια υγιή διατροφική συνείδηση και να εκπαιδευτούν στην αναγνώριση της αξίας των τοπικών προϊόντων», προσθέτει.
Άλλωστε, στο ίδιο μήκος κύματος κινείται εδώ και καιρό το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών (ΙΝΕΒ) του ΕΚΕΤΑ. Σύμφωνα με τον κ. Αργυρίου, ήδη έχει ολοκληρωθεί η ταυτοποίηση του DNA του μαύρου χοίρου, μιας αρχαίας ελληνικής φυλής οικόσιτου γουρουνιού που ήταν υπό εξαφάνιση. Από το κρέας του μαύρου χοίρου παράγονται σήμερα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας στο Καρπενήσι και την Κατερίνη, όπως το προσούτο ή ελληνιστί ακροκόλιον, το σαλάμι, τα λουκάνικα, ο καπαμάς αλλά και νωπό κρέας. «Μπορεί οποιοσδήποτε βρεθεί σήμερα στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος να προμηθευτεί από τα καταστήματα σαλάμι από μαύρο χοίρο που πωλείται στην τιμή των εκατό ευρώ το κιλό», διευκρινίζει με νόημα και υπογραμμίζει ότι η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού του ζώου από το οποίο παράγεται το προϊόν, προσδίδει σε αυτό μεγάλη αξία. Επόμενο βήμα για το Ινστιτούτο είναι η γενετική ταυτοποίηση της σκοπελίτικης αίγας, μιας φυλής από την οποία παράγονται γαλακτοκομικά προϊόντα που υπερτερούν στην γεύση και έχουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως τα λιποσφαιρίδια και οι πρωτεΐνες τους.