Αίσιο τέλος είχε η οδύσσεια ενός ψυχικά ασθενούς στα γρανάζια της γραφειοκρατίας για την έκδοση σύνταξης, χάρη στη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Πολίτη.
Εργαζόμενος στη ΔΕΗ, μετά από 10ετή ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, κρίθηκε το 2001 -και στη συνέχεια, κατ’ έτος, μέχρι το 2004- από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, ως πρόσκαιρα ανίκανος προς εργασία, με ποσοστό 67%, λόγω ψυχωτικής συνδρομής σχιζοφρενικού τύπου.
Μετά τη συμπλήρωση 5ετούς ανικανότητας, ο ασφαλισμένος θα μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί οριστικώς λόγω αναπηρίας, ωστόσο, σύμφωνα με την ανεξάρτητη αρχή, η υπηρεσία δεν τον παρέπεµψε αυτεπαγγέλτως προς νέα ιατρική εξέταση ως όφειλε, αλλά ζήτησε την επιστροφή ποσών από την εκκαθάριση της μισθοδοσίας του, µε αποτέλεσα οι γονείς του να θεωρούν, επί σειρά ετών, ότι ο υιός τους απολύθηκε.
Το 2013, ο αδελφός και δικαστικός συμπαραστάτης του, υπέβαλε, εκ μέρους του, αίτηση συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας. Η αίτηση απορρίφθηκε διότι η μεν εργοδότρια ∆ΕΗ ΑΕ θεώρησε ότι ο υπάλληλος δεν επανήλθε στην υπηρεσία του, ως όφειλε, το 2004 και άρα η σύμβαση του θεωρείται έκτοτε αυτοδικαίως λυθείσα, ο δε ασφαλιστικός οργανισμός θεώρησε ότι, εκτός της προϋπόθεσης συμπλήρωσης 10ετούς ασφάλισης, η εργασιακή του σχέση θα έπρεπε να έχει λυθεί λόγω οριστικής ανικανότητας προς εργασία.
Ο Συνήγορος του Πολίτη επισήμανε ότι ένας ανάπηρος, ψυχικά ασθενής, πρώην εργαζόµενος και ασφαλισµένος, ο οποίος συγκέντρωνε τις χρονικές προϋποθέσεις για να λάβει παροχές παρέµεινε, χωρίς υπαιτιότητά του, επί χρόνια, χωρίς κοινωνικοασφαλιστική προστασία, ενώ είχε επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος της αναπηρίας, επειδή οι συναρµόδιες υπηρεσίες δεν ενήργησαν κατά τρόπο ώστε να προστατεύσουν τα ασφαλιστικά δικαιώµατά του.
Όταν οι υπηρεσίες διαπίστωσαν, εκ των υστέρων, ότι δεν υπήρχε ούτε έγγραφη απόλυση του πρώην εργαζόµενου τους ούτε ιατρική κρίση περί ανάκτησης της ικανότητας του προς εργασία, η ∆ΕΗ ΑΕ όφειλε να βεβαιώσει προς το ασφαλιστικό ταµείο ότι ο εργαζόµενος αποχώρησε λόγω πρόσκαιρης µεν ανικανότητας προς εργασία, συνεπεία όμως ψυχικής πάθησης, η οποία κατά τη συνήθη πορεία της νόσου δεν επιτρέπει την ανάκτηση της ικανότητας προς εργασία και εξ’ αυτού του λόγου να λύσει τη σύµβαση λόγω ανικανότητας προς εργασία.
Επιπλέον, ο ασφαλιστικός οργανισµός όφειλε να µην απορρίψει το συνταξιοδοτικό αίτηµα, αλλά να παραπέµψει στην υγειονοµική επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), ως µόνη αρµόδια, για να κρίνει από ιατρικής άποψης, εάν ο συγκεκριµένος ασθενής µε τη συγκεκριµένη πάθηση είχε -µετά το 2004 και µέχρι του 2013- ανακτήσει την ικανότητα προς εργασία, αφού σύµφωνα µε την αρχή της ενότητας της ασφαλιστικής περίπτωσης, όταν η πάθηση του ασφαλισµένου αποτελεί επανεµφάνιση ή επιδείνωση παλιότερης πάθησης, ο ασφαλισµένος δικαιούται τις προβλεπόµενες παροχές αναπηρίας, αν συγκέντρωνε τις χρονικές προϋποθέσεις κατά το χρόνο της αρχικής εµφάνισης της ασθένειας.
Τελικά μετά την παρέµβαση του Συνηγόρου του Πολίτη και την εκ νέου κρίση της αναπηρίας από την αρµόδια υγειονοµική επιτροπή του ΚΕΠΑ, σύµφωνα µε την οποία ο ασφαλισµένος έφερε το ίδιο ποσοστό αναπηρίας από το 2001 έως το 2013 και θα εξακολουθεί να είναι ανάπηρος, τουλάχιστον µέχρι το 2017, η µεν ∆ΕΗ έλυσε τη σύµβαση λόγω ανικανότητας προς εργασία από το 2004, το δε ΤΑΠ-∆ΕΗ τροποποίησε την αρχική απορριπτική απόφαση και χορήγησε σύνταξη λόγω αναπηρίας στον ψυχικά πάσχοντα ασφαλισµένο του.