«Δεν μου αρέσουν οι πολιτικές ερωτήσεις όχι γιατί δεν ανησυχώ για όσα συμβαίνουν τριγύρω μου, αλλά επειδή οι απαντήσεις σε πολιτικές ερωτήσεις μπορεί να θεωρηθούν μηχανισμός για την προβολή των μυθιστορημάτων μου. Τα τελευταία, πάντως, δίνουν, σε κάθε περίπτωση, πιο περίπλοκες και πιο πολιτικές απαντήσεις. Και το ίδιο συμβαίνει και με το τωρινό μου βιβλίο, που μιλάει για τη ζωή στην Τουρκία από το 1970 μέχρι σήμερα». Έτσι παρουσίασε το απόγευμα της Πέμπτης 10/12 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον εαυτό του και το καινούργιο του μυθιστόρημα ο Τούρκος νομπελίστας Ορχάν Παμούκ.
Το μυθιστόρημα έχει τίτλο «Κάτι παράξενο στον νου μου» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα σε μετάφραση από τα τουρκικά της Στέλλας Βρετού. Προσκεκλημένος του Μεγάρου, της Ωκεανίδας και των καταστημάτων Public, ο Παμούκ είπε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τη δημοσιογράφο Εύη Κυριακοπούλου πως οι ήρωες του βιβλίου του προσδιορίζονται από τις επιλογές τους: «Επιλογές σε μια χώρα και σε μια κοινωνία όπου τα αγόρια και τα κορίτσια δεν συναντιούνται πριν από τον γάμο. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 54% των γάμων στην Τουρκία, ιδίως στην ασιατική Τουρκία, είναι προαποφασισμένοι από τους γονείς. Έτσι γίνεται και με τον δικό μου ήρωα, που δεν παντρεύεται εκείνη που αγαπά, αλλά κάποια άλλη».
Ο ήρωας του Παμούκ ονομάζεται Μεβλούτ και είναι ένα πάμφτωχο παιδί που φτάνει στην Κωνσταντινούπολη από την Ανατολία, πουλώντας επί σαράντα ολόκληρα χρόνια γιαούρτι και μποζά (τουρκικό ρόφημα με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ). «Το γιαούρτι στην παιδική μου ηλικία», παρατήρησε ο Παμούκ, «δεν ήταν τυποποιημένο. Ύστερα άρχισε να αλλάζει συνεχώς συσκευασίες. Ο μποζάς, πάλι, ήταν για αιώνες απαγορευμένος, αλλά επετράπη μετά τον Κεμάλ. Τον μποζά τον αγοράζουν στις ημέρες μας όχι γιατί θέλουν να πιουν, αλλά για να τιμήσουν τον κόσμο που αντιπροσωπεύει. Κι αυτό με βοηθάει να μιλήσω για τις αντιθέσεις και τις μεγάλες αλλαγές της τουρκικής κοινωνίας την τελευταία τεσσαρακονταετία: για τις αλλαγές στις πολιτισμικές ταυτότητες, αλλά και στην πολιτική ή στη θρησκεία. Τα σαράντα χρόνια που ζει στην Ιστανμπούλ ο Μεβλούτ είναι τα σαράντα χρόνια μιας πρωτοφανούς ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα: από την πολιτική και την οικονομία μέχρι την καθημερινότητα. Στην Ιστανμπούλ καταφτάνουν συνεχώς, εδώ και δεκαετίες, καινούργιοι άνθρωποι: ρεύματα που ρίχνουν τα ιστορικά τείχη και αλλάζουν τους συσχετισμούς του πολιτισμού. Και διακατέχομαι από ένα σχεδόν μεταφυσικό άγχος για το αν, πώς και κατά πόσο θα κατανοηθούν τόσο γρήγορες και τόσο κάθετες αλλαγές».
Στο «Κάτι παράξενο στον νου μου» ο Παμούκ δεν είναι τόσο αυτοβιογραφικός όσο υπήρξε σε προηγούμενα βιβλία του. Όπως εξομολογήθηκε χθες ο ίδιος, το νέο του μυθιστόρημα έχει μια δική του, αυτόνομη ατζέντα με έναν ήρωα ο οποίος προέρχεται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και ανήκει στις λαϊκές γειτονιές: «Χρειάστηκε, για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, να κάνω έρευνα σε αυτές τις γειτονιές και να μιλήσω με τους κατοίκους τους».
Σε ερώτηση για το πώς αντιμετωπίζει την παράδοση, ο Παμούκ έδωσε μια τυπικά μεταμοντέρνα απάντηση: «Η παράδοση δεν υπάρχει με αφηρημένο τρόπο. Την επινοούμε εκ νέου κάθε φορά. Και επίσης δεν υπάρχει μια ουδέτερη, υπεράνω των πάντων παράδοση. Η παράδοση, η ιστορία, η πολιτική και η ηθική βασίζονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα και φαντασία και υπό αυτή την έννοια είναι πάντοτε σχετικές. Αν, πάντως, πρέπει να πω κάτι για την παράδοση, αναρωτιέμαι και τι δεν άλλαξε σ’ αυτήν όλα τα προηγούμενα χρόνια».
Κλείνοντας, ο Παμούκ δήλωσε ότι εξακολουθεί να κυκλοφορεί με τη συνοδεία σωματοφυλάκων: «Βέβαια» πρόσθεσε ειρωνικά «τώρα είναι λιγότεροι και κάτι τέτοιο αποτελεί μεγάλη πρόοδο για την Τουρκία». Όσο για τη σχέση του ως συγγραφέα με την τεχνολογία, έσπευσε να το ξεκαθαρίσει: «Ανήκω στην τελευταία γενιά συγγραφέων που δεν γράφουν σε υπολογιστή. Ίσως γιατί ως άνθρωπο, ο οποίος χρειάζεται χρόνο για να σκεφτεί και να γράψει, με κρατάει μακριά η ταχύτητα της πληκτρολόγησης».