Τη σταδιακή στροφή σε μικρές και ολιγάριθμες δομές φροντίδας, αντί των μεγάλων ιδρυμάτων, και την επίσπευση των διαδικασιών αναδοχής παιδιών από οικογένειες, προτείνει ο Συνήγορος του Πολίτη με την ιδιότητά του ως Συνήγορος του Παιδιού, στην Ειδική Έκθεση στην οποία συνοψίζονται οι διαπιστώσεις και προτάσεις της Αρχής για το σύστημα παιδικής προστασίας και ιδρυματικής φροντίδας παιδιών στη χώρα μας.
“Τα παιδιά εγκαταλείπονται σε νοσοκομεία, όπως το “Αλεξάνδρα”, επειδή δεν υπάρχει τρόπος προώθησης σε ανάδοχες οικογένειες ή σε δομές προστασίας”, ανέφερε ο Συνήγορος του Πολίτη Γιώργος Μόσχος στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την εκδήλωση «Σε αναζήτηση της φροντίδας και της συμμετοχής: Τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν στα ιδρύματα».
Το νομικό πλαίσιο για την αναδοχή υπάρχει, αλλά πρέπει να ενισχυθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες για την στήριξη και εφαρμογή του, εξήγησε ο κ. Μόσχος.
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, αναγκαίες αλλαγές πρέπει να γίνουν στον τρόπο λειτουργίας των ιδρυμάτων, όπου συχνά η αναλογία είναι 1 άτομο για την φροντίδα 25 παιδιών. Μικρές δομές κάτω των 10 ατόμων, όπως τα χωριά SOS, είναι προτιμώμενα γιατί λειτουργούν σαν μικρές οικογένειες, σε αντιδιαστολή με την “ασυλοποίηση” των παιδιών στα μεγάλα ιδρύματα. Επίσης, για τα παιδιά που έχουν σπίτι αλλά δεν είναι άμεση η ανάγκη απομάκρυνσης από το κακοποιητικό περιβάλλον, θα πρέπει επίσης να ιδρυθούν «κέντρα ημέρας», όπου θα πραγματοποιείται η στήριξη της φυσικής οικογένειας.
Τα παιδιά με χρόνιες παθήσεις, ειδικές ανάγκες και ψυχικές διαταραχές χρειάζονται εξειδικευμένες μονάδες. Μέθοδοι καταστολής όπως τα φάρμακα, το δέσιμο χεριών, ο εγκλεισμός σε κλουβιά και άλλα που έχουν καταγραφεί σε μέρη σαν τα Λεχαινά, το Σιδηρόκαστρο και την Κομοτηνή, πρέπει άμεσα να σταματήσουν – υπογράμμισε ο κ. Μόσχος.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, στάθηκε εξάλλου στην κοινωνική αλληλεγγύη που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και πρότεινε την συνεργασία των εθελοντών με τους υπάρχοντες φορείς.
Στις 20 Νοεμβρίου συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από την υιοθέτηση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Σύμβαση προβλέπει (άρθρο 20), ότι το παιδί που δεν ζει με την οικογένειά του δικαιούται ειδική προστασία από το κράτος, μέσα από θεσμούς εναλλακτικής φροντίδας όπως είναι η αναδοχή ή, σε περίπτωση ανάγκης, η τοποθέτηση σε κατάλληλο ίδρυμα, στο οποίο πρέπει να απολαμβάνει πλήρως τα δικαιώματά του. Ωστόσο στη χώρα μας, σύμφωνα με την εκτίμηση του Συνηγόρου, καθώς το αρμόδιο υπουργείο δεν διαθέτει επίσημα στοιχεία, φιλοξενούνται περίπου 3.000 παιδιά σε ιδρύματα, ενώ σε ανάδοχες οικογένειες που υποστηρίζονται από την Πολιτεία, τοποθετούνται γύρω στα 20 με 30 παιδιά ετησίως.
Από το 2003 μέχρι σήμερα, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει επισκεφθεί 76 δομές φιλοξενίας για παιδιά, δηλαδή σχεδόν το σύνολο των δημοσίων ιδρυμάτων και σημαντικό αριθμό ιδιωτικών και εκκλησιαστικών δομών – και έχει διερευνήσει 40 σχετικές αναφορές. Σε πολλές περιπτώσεις έχει διαπιστώσει σοβαρά προβλήματα στη στελέχωση των ιδρυμάτων, την τήρηση στοιχείων για τα φιλοξενούμενα παιδιά, την αδειοδότηση, την πιστοποίηση, τον έλεγχο και την εποπτεία τους. Τα παιδιά παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ιδρύματα (σύμφωνα με σχετική έρευνα, σχεδόν για 7 χρόνια κατά μέσο όρο), συχνά δεν διασφαλίζονται τα δικαιώματα τους στη φροντίδα, την ενημέρωση, τη συμμετοχή, την έκφραση γνώμης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί περιστατικά παραμέλησης ή κακοποίησης, που σχετίζονται με την ανεπάρκεια του προσωπικού και την πλημμελή εποπτεία τους.
Στην Έκθεσή του, μεταξύ άλλων, ο Συνήγορος προτείνει να θεσπιστούν προδιαγραφές ποιότητας για τη λειτουργία των μονάδων παιδικής προστασίας, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με ενιαίο πλαίσιο κανόνων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για θέματα καθημερινής ζωής των φιλοξενούμενων παιδιών – και να ενεργοποιηθεί το ταχύτερο δυνατό το Εθνικό Μητρώο Παιδικής Προστασίας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Επισημαίνεται ακόμη η ανάγκη υποστήριξης των νεαρών ενηλίκων που αποχωρούν από ιδρύματα, και μέριμνας για σύσταση δομών υποστηριζόμενης διαβίωσης για νεαρούς ενήλικες με ελαφρές ή σοβαρές αναπηρίες, προκειμένου να μπορέσουν να ζήσουν ανεξάρτητα στην κοινότητα.