Όταν λέμε κάτι δυσοίωνο, όπως για παράδειγμα κάτι που έχει σχέση με το θάνατο, συνήθως σπεύδουμε να συμπληρώσουμε τη φράση μας, λέγοντας: «κούφια η ώρα που τ’ ακούει» ή «να χτυπήσω ξύλο», κάνοντας και την ανάλογη κίνηση. Ορισμένες φορές, μάλιστα, χρησιμοποιούμε την ίδια φράση κι όταν λέμε έναν κάλο λόγο και έχουμε φόβο μήπως αυτός δεν συμβεί και διαψευστούμε.
Οι αρχαίοι από τη μεριά τους έλεγαν, «απίτω φθόνος του κάλλους, απίτω βασκανιά της χάριτος».
Η φράση προήλθε από την πρόληψη ότι τα καλά λόγια δεν πρέπει να ακουστούν από πονηρά πνεύματα, γιατί θα κάνουν κακό στο πρόσωπο αυτό.
Στη Θράκη λένε «κουφός ο τόπος που μ’ ακούει», ένω στην Κρήτη «κουφό τα’ οργής του Θεού τα’ αφτί», αλλά να μπει στο ξύλο ή στην πέτρα και να μείνει έτσι ανήκουστος ο λόγος.
Την ίδια πρόληψη συναντούμε στην ποντιακή φράση «κωφόν του δαβόλ’ τ’ ωτίν» ή «ο λόγος ιμ’ς σο ξύλον ή ‘ς σολιθάρ». Παλαιότερα πίστευαν πως με το χτύπημα, ειδοποιούσαν να έρθουν να βοηθήσουν τα αγαθά πνεύματα, που έμεναν μέσα στους κορμούς των δέντρων.