Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για μεγάλη ποσότητα χρημάτων, χρησιμοποιούμε τον όρο «λεφτά με το τσουβάλι». Για παράδειγμα για κάποιον που έχει πάρει πάρα πολλά χρήματα, λέμε πως έχει «λεφτά με το τσουβάλι». Επίσης, όταν για την αγορά ενός πράγματος δώσαμε αρκετά χρήματα, λέμε ότι δώσαμε «ένα τσουβάλι λεφτά».
Η έκφραση αυτή προέρχεται από την Κατοχή, όποτε και η δραχμή είχε υποτιμηθεί και τα λεφτά είχαν χάσει την αξία τους. Τα χιλιάρικα μεταφέρονταν με τα τσουβάλια, δηλαδή με σακιά από λινάτσα. Για ν’ αγοράσει κάποιος μια οκά αλεύρι ή μια οκά φασόλια ή λάδι έπρεπε να δώσει ένα τσουβάλι λεφτά.
Από την εποχή αυτή προέκυψε και η φράση «λεφτά με το τσουβάλι».
Την ίδια σημασία έχει και η φράση «λεφτά με τη σέσουλα». Η σέσουλα ήταν ένα σιδερένιο φτυαράκι που χρησιμοποιούσαν παλιά οι παντοπώλες για να βάζουν από το σακί μέσα σε χαρτοσακούλες το αλεύρι, τη ζάχαρη, τα όσπρια κ.α. Κι επειδή με τη σέσουλα παίρναμε κάτι σε μεγάλη ποσότητα, με την εν λόγω έκφραση, εννοούμε ότι τα λεφτά με τη σέσουλα, είναι λεφτά σε αφθονία.