Παρέμβαση υπέρ της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος κατέθεσαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας γνωστοί δικηγόροι. Μεταξύ αυτών και δικηγόροι οι οποίοι παρίστανται ως πολιτική αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Με την παρέμβασή τους στρέφονται κατά των δυο πολιτών οι οποίοι με προσφυγή τους ζητούν να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες όλες οι νομοθετικές πράξεις του επικείμενου δημοψηφίσματος. Οι δικηγόροι ζητούν την απόρριψη της προσφυγής και τάσσονται υπέρ του υπουργικού συμβουλίου και της απόφασης του για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αλλά και του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος.
Οι δικηγόροι επιχειρούν, με την παρέμβασή τους να αντικρούσουν όλες τις αιτιάσεις των πολιτών υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι:
– Η προκήρυξη δημοψηφίσματος – όπως και η άρνηση ή η παράλειψη προκηρύξεως του – δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως.
– Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 100§1β Σ., ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44§2 Σ. υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου
– Τα δύο έγγραφα που τίθενται σε δημοψήφισμα άπτονται ζητημάτων που αφορούν την ίδια την κυριαρχία του ελληνικού κράτους στο σύνολό της, αφού με την αποδοχή των εν λόγω εγγράφων η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να νομοθετήσει για όλο το εύρος των πολιτικών ζητημάτων που εκτείνονται πολύ πέραν των δημοσιονομικών και, γι’ αυτόν τον λόγο, η ανάληψη αυτής της υποχρέωσης συνιστά μείζονα εθνική απόφαση και άρα “μείζον εθνικό θέμα”, όπως απαιτεί το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος.
– Θα ήταν οπισθοδρόμηση από το ίδιο το ευρωπαϊκό νομικοπολιτικό κεκτημένο να κριθεί ότι ο ελληνικός λαός αδυνατεί να κατανοήσει «τις νομικές και οικονομικές συνέπειες επί της κρατικής λειτουργίας και της κοινωνικής ζωής εκ της υιοθετήσεως της μιας ή της άλλης εκ των ζητουμένων απαντήσεων».
– Το αντικείμενο του δημοψηφίσματος αποτελεί την κορύφωση μιας πεντάμηνης διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και των Τριών Θεσμών (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τραπέζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή), κατά την οποία περίοδο τα διακυβεύματα της συμφωνίας έχουν εξεταστεί βασανιστικά στον δημόσιο διάλογο, με τρόπο και σε βαθμό που υπερβαίνει κάθε άλλη δημόσια συζήτηση επί πολιτικού ζητήματος, ώστε κανείς να μην μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι δεν είναι επαρκώς ενήμερος για τα περιεχόμενα της σχετικής συμφωνίας.
– Το πλήρες κείμενο της πρότασης των Τριών Θεσμών προς την Ελληνική Κυβέρνηση, επί της οποίας διεξάγεται το προκηρυχθέν δημοψήφισμα, έχει δοθεί στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Εσωτερικών, με την επίσημη μετάφραση από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών (νο. Φ 092.22/4277, με μεταφραστή τον κο Στέφανο Τέφο) και είναι αναρτημένο στις οικείες ιστοσελίδες, έχει δε αναπαραχθεί σε εκατοντάδες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, ΜΜΕ, κλπ, με αποτέλεσμα ουδείς να μη δύναται να ισχυριστεί ότι δεν δύναται να λάβει γνώση των εγγράφων.
Το ΣτΕ αποφασίζει αύριο για τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος.
Αύριο, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας θα κριθεί η τύχη του δημοψηφίσματος καθώς θα συζητηθεί η επίμαχη προσφυγή των πολιτών αλλά και η παρέμβαση των δικηγόρων.
Υπενθυμίζεται ότι στην προσφυγή τους οι δύο πολίτες, ένας μηχανικός και ένας δικηγόρος τέως σύμβουλος Επικρατείας, υποστηρίζουν:
– Ότι προσκρούουν στο άρθρο 44 του Συντάγματος και στο νόμο 4023/2011 που αφορά τους κανόνες διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων.
– Ότι δεν επιτρέπεται να τίθεται σε δημοψήφισμα ερωτήματα τα οποία «ανάγονται στην διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής και την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτει ή επηρεάζουν άμεσα (δυσμενώς ή ευμενώς) την δημοσιονομική κατάσταση του κράτους».
– Ότι τα κείμενα των θεσμών έχουν «σαφέστατο και σχεδόν αποκλειστικό οικονομικό αντικείμενο και άμεσο δημοσιονομικό αντικείμενο στην λειτουργία του κράτους και την χρηματική επάρκεια για αντιμετώπιση των κρατικών δαπανών».
– Επίσης ότι το ερώτημα δεν διατυπώνεται με σαφήνεια – όπως απαιτεί ο νόμος – αλλά είναι πολυσύνθετο, περιγράφεται με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, οι οποίοι είναι «αδύνατον να γίνουν κατανοητοί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων».
– Πως δεν προσδιορίζονται «έστω κατά προσέγγιση» οι νομικές και οι οικονομικές συνέπειες στην κρατική λειτουργία και την κοινωνική ζωή του τόπου «εκ της υιοθετήσεως της μίας ή της άλλης εκ των δύο ζητουμένων απαντήσεων».
– Ότι δεν τηρείται το εύλογο χρονικό διάστημα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την ενημέρωση του εκλογικού σώματος.