Ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση, κατά την οποία οι νέοι έως 25 ετών θα έχουν ως μόνη εργασιακή επιλογή το να εργάζονται με αμοιβή κατά 20% κατώτερη ακόμη και από το ελάχιστο όριο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα ιδίως για τους εξής λόγους:
Ι. Οι διατάξεις του άρθρου 22 παρ.2 και 3 του Συντάγματος καθιερώνουν και το θεσμό της συλλογικής αυτονομίας. Ήτοι, κατά βάση, της δυνατότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων (εργαζομένων και εργοδοτών) να καθορίζουν, μέσω συμφωνιών (συλλογικών συμβάσεων εργασίας) οι οποίες θεσπίζουν κανόνα δικαίου, τους όρους εργασίας και τις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών σχέσεις (δικαιώματα και υποχρεώσεις).
Ακριβώς λόγω της συνταγματικής κατοχύρωσης της συλλογικής αυτονομίας περιορίζεται δραστικώς η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να τροποποιεί τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι απορρέουν από τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το συνταγματικό αυτό υπόβαθρο της συλλογικής αυτονομίας ενισχύεται και από κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως είναι, κυρίως, οι κανόνες των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας 98/1949 (άρθρο 2), 151/1978 (άρθρο 8 ) και 154/1981 (άρθρο 5) καθώς και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (άρθρα 6 και 12).
Και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ασχοληθεί, σ’ επίπεδο Ολομέλειας μάλιστα, με τους περιορισμούς του νομοθέτη ως προς τα όρια επέμβασής του στο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας, πρωτίστως για τις αποδοχές των εργαζομένων (βλ. π.χ. την απόφαση 632/1978).
Συνακόλουθα, μια τέτοια καταλυτική παρέμβαση του νομοθέτη στις αποδοχές των εργαζομένων έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 22 του Συντάγματος οι οποίες, ιδίως μέσω του δικαιώματος στην εργασία και του θεσμού της συλλογικής αυτονομίας, εγγυώνται, στο πλαίσιο του επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένου κοινωνικού κράτους δικαίου, ένα γενικό κατώτατο όριο αποδοχών.
ΙΙ. Πέραν τούτου μείωση των αποδοχών, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, έρχεται σε αντίθεση και προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες κατοχυρώνουν το θεσμό της περιουσίας του προσώπου. Κατά τις διατάξεις αυτές, η έννοια της περιουσίας καταλαμβάνει όχι μόνο τα εμπράγματα αλλά όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα καθώς και τα κεκτημένα οικονομικά δικαιώματα (βλ. π.χ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Γεωργιάδης κατά Ελλάδας, 28.3.2000 καθώς και τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου 1295/2004 και 104/2009).
Ενόψει δε του γεγονότος ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος, οι ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν υπέρτερη τυπική ισχύ έναντι του κοινού νόμου, τεκμηριώνεται επαρκώς το ότι, και για το λόγο αυτό, η ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση μείωσης των αποδοχών που προεκτέθηκε είναι αντισυνταγματική.
ΙΙΙ. Πρέπει, βεβαίως, να τονισθεί ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. π.χ. την απόφαση 1975/1991) δέχεται πως λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, σχετικοί με την πορεία της οικονομίας, μπορούν, κατά περίπτωση αλλά με πλήρη σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, να δικαιολογήσουν ορισμένες νομοθετικές παρεμβάσεις στο χώρο της συλλογικής αυτονομίας, η οποία αφορά τη ρύθμιση αποδοχών των εργαζομένων , χωρίς μ’αυτές να θίγονται οι αντίστοιχες εγγυήσεις του Συντάγματος και τους διεθνούς δικαίου.
Πλην όμως πρέπει να γίνει, επίσης, δεκτό ότι τέτοια δραστική μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, δίχως μάλιστα οιονδήποτε χρονικό ορίζοντα ισχύος, παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί συνταγματικώς με επίκληση της κρίσιμης κατάστασης της οικονομίας.
Με βάση την κατά τ’ ανωτέρω σειρά συλλογισμών θεωρώ ότι μείωση κατά 20% των αποδοχών των νέων έως 25 ετών, ακόμη και κάτω από το ελάχιστο όριο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, θίγει τον πυρήνα του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως αυτό οριοθετείται από τις διατάξεις κυρίως του άρθρου 22 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.