Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε απόφαση περιφερειάρχη ο οποίος έθεσε σε αργία νομάρχη επειδή δεν ανέστειλε το δικαίωμα υπογραφής των υπαλλήλων της κτηνιατρικής υπηρεσίας της νομαρχίας, οι οποίοι ελληνοποιούσαν επί δύο χρόνια εισαγόμενα αμνοερίφια από τρίτες χώρες .
Ειδικότερα, περιφερειάρχης έθεσε τον Αύγουστο του 2010 σε αργία νομάρχη λόγω της παραπομπής του στο ακροατήριο με βούλευμα του περασμένου χρόνου με την κατηγορία της διάπραξης της αξιόποινης πράξης της παράβασης καθήκοντος.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ο περιφερειάρχης οφείλει να θέσει σε αργία νομάρχη ή νομαρχιακό συμβούλιο που έχει παραπεμφθεί σε δίκη με αμετάκλητο βούλευμα για κακούργημα ή πλημμέλημα, εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση.
Ο εν λόγω νομάρχης παραπέμφθηκε με βούλευμα σε δίκη για παράβαση καθήκοντος. Και αυτό γιατί από 4 Απριλίου 2005 έως το Σεπτέμβριο του 2007, παρέβη τα καθήκοντά του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλους, τρίτους, παράνομο όφελος.
Ειδικότερα, ο νομάρχης, ενώ όφειλε να επιβάλει προσωρινή αναστολή της εντολής πιστοποίησης που είχαν οι υπάλληλοι της κτηνιατρικής υπηρεσίας της Νομαρχίας, μέχρι να ξεκαθαρίσει η σε βάρος του έρευνα, δεν το έπραξε. Οι υπάλληλοι αυτοί φέρονται να έχουν εκδώσει ψευδείς και παραπλανητικές πιστοποιήσεις, σύμφωνα με τις οποίες εισαγόμενα αμνοερίφια από τρίτες χώρες που είχαν σφαγεί στα σφαγεία του νομού, εμφανίζονταν ως εγχώριας προέλευσης.
Μάλιστα κατά των υπαλλήλων αυτών έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για έκδοση ψευδών βεβαιώσεων και παράβασης καθήκοντος, ενώ παράλληλα έχει ασκηθεί σε βάρος τους και πειθαρχική δίωξη.
Έτσι, ο νομάρχης -σύμφωνα με το βούλευμα- δεν προέβη στην αναστολή των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών με σκοπό να προσπορίσει στις επιχειρήσεις εισαγωγής και εμπορίας ζώντων ζώων από τρίτες χώρες παράνομο όφελος.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 1421/2011 απόφασή τους απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του νομάρχη.
Πρώτον, απερρίφθη ο ισχυρισμός ότι από τις ενέργειες του νομάρχη δεν εβλάβησαν τα συμφέροντα της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, αλλά ούτε υπήρξε σε βάρος της συγκεκριμένη οικονομική βλάβη. Και απορρίφθηκε γιατί η παράλειψη του νομάρχη να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων των επίμαχων υπαλλήλων, ενώ εκκρεμούσε σε βάρος τους ποινική και πειθαρχική δίωξη, συνιστά παράβαση καθήκοντος.
Δεύτερον, απερρίφθη ο ισχυρισμός του νομάρχη ότι ο περιφερειάρχης αν και γνώριζε από 26.5.2010 την ύπαρξη του παραπεμπτικού βουλεύματος, παρ’ όλα αυτά έθεσε το νομάρχη σε αργία στις 24.8.2010, δηλαδή αμέσως μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας στις επερχόμενες τότε εκλογές.
Και απορρίφθηκε γιατί σύμφωνα με τους δικαστές ο περιφερειάρχης μετά την έκδοση βουλεύματος σε βάρος του νομάρχη έχει δέσμια αρμοδιότητα να τον θέσει σε αργία και δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρειά του.
Τρίτον, απερρίφθη ο ισχυρισμός του νομάρχη ότι πριν την επιβολή της αργίας δεν κλήθηκε προηγουμένως σε απολογία, όπως προβλέπει το άρθρο 20 του Συντάγματος.
Τέταρτον, απερρίφθη ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπάρχει στάθμιση μεταξύ του αποδιδόμενου αδικήματος και του ύψους της ποινής. Και απορρίφθηκε καθώς ο Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης προβλέπει ότι όταν υπάρχουν πλημμελήματα, τα οποία εμφανίζουν ιδιαίτερη απαξία, τότε για λόγους δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται η άμεση απομάκρυνση του νομάρχη από τα καθήκοντά του, λόγω της ανάγκης διαφύλαξης του κύρους και της εύρυθμης λειτουργίας της νομαρχίας.
Πέμπτον, και τελευταίο, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, επειδή του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας, χωρίς να έχει προηγηθεί καταδικαστική ποινική απόφαση. Το μέτρο της αργίας συναρτάται με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και τη διαφύλαξη του κύρους της αιρετής ηγεσίας της τοπικής αυτοδιοίκησης και δεν ενέχει κρίση επί της ενοχής του νομάρχη.