Είναι ιδιαίτερα σύνηθες για ένα άτομο που έχει πέσει θύμα ενδοοικογενειακής να ακούει την ερώτηση: «Γιατί δεν έφυγες;». Πρόκειται για μία φαινομενικά αθώα ερώτηση που όμως ενέχει αρκετές προβληματικές και καλό είναι να μην τίθεται. Εναλλακτικά θα ήταν πολύ καλύτερο αν λέγατε κάτι όπως: «Λυπάμαι για αυτό που πέρασες» ή «Μπράβο σου που βρήκες τη δύναμη να φύγεις».
Αν κάποιος δεν έχει γνώση γύρω από την ψυχολογία στην κακοποίηση ή αν -ευτυχώς- δεν έχει βρεθεί ποτέ το ίδιο σε μια τέτοια κατάσταση, είναι δύσκολο να φανταστεί γιατί κάποιο άτομο που έχει υποστεί κακομεταχείριση παραμένει σε μια κατάσταση κινδύνου, αγωνίας και υποβάθμισης και δεν φεύγει. Έτσι, μπορεί να δηλώσει και με σιγουριά «εγώ θα είχα φύγει» ή να ρωτήσει το θύμα: «Γιατί δεν έφυγες»;
Ωστόσο αυτή η ερώτηση, που φαίνεται αθώα και λογική στα αυτιά πολλών ατόμων και που πολλές φορές την κάνουν ακόμα και δημοσιογράφοι ή αστυνομικοί, ενέχει μια βαθιά παρεξήγηση για την πολυπλοκότητα της ενδοοικογενειακής βίας, τους πολλούς παράγοντες και τις ψυχολογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα θύματα.
Το κοινωνικό πρόβλημα του να θέτεις την ερώτηση
Προτού προσπαθήσουμε να μπούμε στην ψυχολογία του θύματος ενδοοικογενειακής βίας για να αντιληφθούμε αυτήν την πολυπλοκότητα, έχει νόημα να σημειώσουμε και την κοινωνική πλευρά του να θέτεις εξαρχής μια τέτοια ερώτηση.
Ρωτώντας ένα θύμα κακοποίησης γιατί δεν έκανε το οτιδήποτε, μετατοπίζουμε το πρόβλημα στις ενέργειες που θα μπορούσε να κάνει ή να μην κάνει το ίδιο το θύμα και μεταφέρουμε πάνω του μία ευθύνη που δεν είναι δική του. Του ρίχνουμε δηλαδή «το μπαλάκι», ενώ στην πραγματικότητα η ερώτηση θα έπρεπε να είναι προς τον θύτη: «Γιατί κρατάς κάποιον όμηρο με την κακοποιητική συμπεριφορά σου;»
Οι άνθρωποι συχνά λένε ότι «δεν μπορεί να ήταν τόσο κακό, γιατί αλλιώς θα έφευγες», αλλά στην πραγματικότητα «επειδή ήταν τόσο κακό, δεν μπορούσε να φύγει».
Κοινωνικά και πολιτισμικά, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, θεωρούμε τις γυναίκες υπεύθυνες για τη βία που ασκούν οι άνδρες, όταν τις ρωτάμε γιατί επέλεξαν έναν βίαιο άνδρα, γιατί δεν είδαν τα σημάδια, γιατί δεν παράτησαν τη δουλειά τους, τη ζωή τους, δεν άλλαξαν το κινητό τους, το όνομά τους, δεν μετακόμισαν σε άλλη χώρα...
Οι τρεις φάσεις της κακοποίησης και πώς αισθάνεται το θύμα σε αυτές
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς γιατί είναι επιζήμιο και λάθος να ρωτάει ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας γιατί δεν έφυγε ή γιατί δεν έκανε κάτι νωρίτερα αλλά και να μπορέσει να κατανοήσει τι πραγματικά θα έπρεπε να του λέει, είναι σημαντικό να γνωρίζει τον κύκλο του κακοποιητή και πώς αισθάνεται το θύμα σε κάθε στάδιο αυτού του κύκλου.
Ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας είναι σαν το πείραμα με τον «βάτραχο σε ζεστό νερό»: Αν βάλετε έναν βάτραχο σε βραστό νερό, θα πηδήσει αμέσως να φύγει. Αν όμως τον βάλετε σε νερό σε θερμοκρασία δωματίου και αυξάνετε τη θερμοκρασία του σταδιακά, τότε ο βάτραχος θα μείνει εκεί.
Σύμφωνα με τη διαδεδομένη θεωρία της γνωστής αμερικανίδας ψυχολόγου, Lenore E. Walker, ο κύκλος της κακοποίησης χωρίζεται σε τρία διακριτά στάδια:
Φάση 1: Χτίζοντας ένταση
Σε αυτό το στάδιο, ο βίαιος σύντροφος περνάει μία φάση άγχους και στρες που μπορεί να σχετίζεται ή να μην σχετίζεται με τη σχέση, όπως πίεση από τη δουλειά, και το στρες του να διαχέεται στη σχέση.
Αυτό το αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ένταση και άγχος στη σχέση, συχνά με κακή επικοινωνία, φόβο πρόκλησης εκρήξεων θυμού και μικρά περιστατικά λεκτικής ή συναισθηματικής κακοποίησης από τον θύτη.
Το θύμα συνήθως αντιμετωπίζει άγχος μην τυχόν και κλιμακώσει κάποια κατάσταση και προσπαθεί να διατηρεί ήρεμο τον σύντροφό του, για να αποφύγει εντάσεις. Πολλές φορές η ανησυχία του θύματος περιγράφεται «σαν να περπατά πάνω σε τσόφλια αυγών».
Φάση 2: Περιστατικό κακοποίησης
Σε αυτό το στάδιο, ο βίαιος σύντροφος απελευθερώνει την ένταση και το άγχος του μέσω καταχρηστικών στρατηγικών, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν:
- λεκτική κακοποίηση: προσβολές, υποτίμηση του άλλου ατόμου, προσπάθεια να του ρίξει την αυτοπεποίθηση, συστηματική κριτική, απειλές, εξευτελισμό,
- σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση,
- συναισθηματική χειραγώγηση: πρόκληση συναισθημάτων ενοχής ή τύψεων,
- σπάσιμο αντικειμένων,
- προσπάθεια ελέγχου με απομόνωση: (π.χ. να μην του «επιτρέπει» να δει φίλους ή συγγενείς).
Σε αυτό το στάδιο ο καταχρηστικός σύντροφος μπορεί επίσης να κατηγορήσει το θύμα ότι του αξίζει η κακομεταχείριση ή ότι είναι δικό του λάθος. Το θύμα αισθάνεται ανίσχυρο και βαθιά απειλούμενο. Πολλές φορές δεν υπάρχει καν κάποιο άτομο στη ζωή του που να το επηρεάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Φάση 3: Ο μήνας του μέλιτος
Μετά το περιστατικό βίας, ο βίαιος σύντροφος συχνά ζητάει συγγνώμη και επιδεικνύει υπερβολική τρυφερότητα, προσπαθώντας να πείσει ότι η συμπεριφορά του θα αλλάξει και ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.
Αυτή η φάση ενισχύει συχνά τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ του θύματος και θύτη, καθιστώντας το θύμα πιο διστακτικό στο να αποχωρήσει από τη σχέση λόγω των εναλλασσόμενων συναισθημάτων αγάπης και φόβου. Αυτό συμβάλλει στην επανάληψη του κύκλου κακοποίησης, καθώς το θύμα ελπίζει για μια μόνιμη αλλαγή, που σπάνια έρχεται.
Όταν η ευθύνη για την ενδοοικογενειακή βία μετατοπίζεται στο λάθος πρόσωπο
Το ερώτημα «Γιατί δεν έφυγες;» που συχνά απευθύνεται σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας φέρνει στο φως την αδυναμία της κοινωνίας μας να κατανοήσει πλήρως τη δυναμική και τις επιπλοκές αυτών των σχέσεων. Ενισχύει το στιγματισμό και την απόδοση ευθυνών που αντιμετωπίζουν τα θύματα, ενώ αποφεύγει την ουσιαστική ενασχόληση με τις ρίζες του προβλήματος, που είναι η κακοποιητική συμπεριφορά του θύτη.
Η εστίαση στο θύμα αντί για την πράξη της κακοποίησης και τον κακοποιητή, όχι μόνο αποπροσανατολίζει από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η βία στη ρίζα της, αλλά και τροφοδοτεί τον κύκλο της κακοποίησης, καθιστώντας τη φυγή ακόμα πιο δύσκολη για τα θύματα. Η αλλαγή της προσέγγισης στο πώς συζητάμε και αντιλαμβανόμαστε την ενδοοικογενειακή βία είναι επιτακτική, προκειμένου να υποστηρίξουμε πραγματικά τα θύματα και να συμβάλουμε στην εξάλειψη αυτής της μάστιγας από την κοινωνία μας.
Στο μυαλό ενός κακοποιημένου ατόμου
Υπάρχουν επίσης αρκετά πράγματα που μπορεί κάποιος να σκέφτεται και παραμένει σε μία καταχρηστική / κακοποιητική σχέση, τα οποία ωστόσο δεν αποτελούν επαρκείς λόγους για να συνεχίσει ο οποιοσδήποτε να δέχεται κακοποιητικήυ συμπεριφορά:
Σκέφτεται ότι «αυτή η φορά θα είναι η τελευταία. θα αλλάξει»
Σκέφτεται ότι «είναι καλύτερα για τα παιδιά να έχουν τον πατέρα τους κοντά»
Αισθάνεται φόβο
Δεν έχει πού να πάει
Πιστεύει ότι δεν θα γίνει κάτι αν απευθυνθεί στην αστυνομία
Αν έχει μεγαλώσει σε ένα καταχρηστικό σπίτι μπορεί να αισθάνεται ότι η κακοποίησηγ είναι μία φυσιολογική κατάσταση.
Δεν φεύγει λόγω θρησκευτικών και πολιτιστικών πεποιθήσεων
Δεν έχει αυτοπεποίθηση
Φοβάται την πολυπλοκότητα του νομικού συστήματος
Φοβάται ότι θα την κρίνει αρνητικά ο κοινωνικός περίγυρος