Την εκτίμηση πως η ελληνική οικονομία έχει εξέλθει από την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν εξέφρασε ο πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ, Νταλίπ Σινγκ. Τονίζει, ωστόσο, πως το διεθνές περιβάλλον δημιουργεί μια σειρά από προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή μεταπρογραμματική πορεία της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στην ανταποκρίτρια της ΕΡΤ στην Ουάσιγκτον, Λένα Αργύρη, ο κ. Σινγκ ανέφερε πως «τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα βγήκε από τη μονάδα εντατικής θεραπείας και έχει αρχίσει να περπατά και πάλι. Αλλά ο στόχος είναι να τρέξει. Και αν η Ελλάδα θέλει να τρέξει και να αναπτυχθεί πραγματικά, μια σειρά από πράγματα πρέπει να συμβούν».
Περιγράφοντας τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αμερικανός οικονομολόγος είπε πως η χώρα χρειάζεται περισσότερες εμβληματικές μεταρρυθμίσεις και αποφασιστικά μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους σε συνδυασμό με την εξασφάλιση φθηνής χρηματοδότησης από τις αγορές, η οποία θα δώσει το απαραίτητο «οξυγόνο» στην οικονομία.
Αναφορικά με τη διεθνή συγκυρία, ο κ. Σινγκ επισήμανε πως «σε μια περίοδο που το εξωτερικό περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο και τα επιτόκια αυξάνονται σε ολόκληρο τον κόσμο, οι αγορές γίνονται πιο νευρικές με τις χώρες που έχουν υψηλό χρέος. Επομένως σε μια περίοδο που η Ελλάδα μπορεί να είναι έτοιμη να τρέξει, οι αντίθετοι άνεμοι αυξάνονται και υπάρχει ο κίνδυνος να ολισθήσει και πάλι».
Για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους
Ερωτηθείς για το πως αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι διευθέτησαν το θέμα του ελληνικού χρέους, ο κ. Σινγκ εξέφρασε την πεποίθηση πως οι αποφάσεις που πάρθηκαν στο Eurogroup δεν είναι «επαρκείς», καθώς, όπως υποστηρίζει, η συμφωνία βασίζεται σε υπερβολικά φιλόδοξες υποθέσεις για την ανάπτυξη.
«Νομίζω ότι οι συμφωνίες για το χρέος έχουν ως βασικό ρόλο να αλλάζουν την ψυχολογία, όταν το περιβάλλον αβεβαιότητας αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να προχωρήσουν σε προσλήψεις και επενδύσεις. Για να απομακρυνθεί αυτή η αβεβαιότητα οι εκάστοτε συμφωνίες για το χρέος πρέπει να είναι πολύ απλές και πολύ αποφασιστικές. Δεν νομίζω ότι περιλαμβάνονται όλα αυτά στην πρόσφατη συμφωνία. Και ο λόγος για τον οποίο δεν πιστεύω ότι έχουμε μια τέτοιου είδους συμφωνία είναι διότι η γερμανική πολιτική ηγεσία δεν έχει ακόμη αποφασίσει να εξηγήσει στους Γερμανούς πολίτες για ποιον λόγο μια ουσιαστική ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα είναι προς το συμφέρον και της Γερμανίας και όχι μόνο της Ελλάδας. Έως ότου υπάρξει αυτού του είδους η πολιτική ηγεσία στην Ευρώπη και ειδικά στην Γερμανία, οι ελαφρύνσεις χρέους θα υπολείπονται των αναγκών».
Για τη λιτότητα και το ελληνικό πρόγραμμα
Αναφερόμενος στα «διδάγματα» του ελληνικού προγράμματος, ο Αμερικανός υφυπουργός ασκεί κριτική στη μεγάλη εξάρτηση από τη δημοσιονομική λιτότητα, στη χλιαρή και καθυστερημένη αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και στο δαιδαλώδες και χαοτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να υλοποιήσει. Υπό αυτό το πρίσμα, διαπιστώνει ορισμένα λάθη, τα οποία σχετίζονται τόσο με το χρονικό πλαίσιο υλοποίησης όσο και με το ίδιο το μείγμα της πολιτικής του ελληνικού προγράμματος.
Σχετικά με τη λιτότητα, ο κ. Σινγκ αναγνώρισε πως ήταν «σε κάποιο βαθμό απαραίτητη», υποστήριξε, όμως, πως δόθηκε υπερβολική έμφαση στην εμπροσθοβαρή εφαρμογή της. «Εννοώ πως η υπερβολική εξάρτηση από τη δημοσιονομική λιτότητα εμπροσθοβαρώς είναι αντιπαραγωγική. Σε μια εύθραυστη οικονομία που είναι σχετικά μικρή και κλειστή και έχει σταθερή ισοτιμία και μεγάλο παραγωγικό κενό, η πολιτική αυτή συμπίεσε τους μισθούς και την ανάπτυξη και καθήλωσε τις οικονομικές προοπτικές, διότι το κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό έφυγαν από την χώρα» εξήγησε.
Όσον αφορά το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, ο κ. Σινγκ διαπιστώνει πως «αυτό που έπρεπε να είχε συμβεί είναι να είχε γίνει μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους εμπροσθοβαρώς το 2010. Θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μην είχε αποπληρωθεί στο σύνολο της. Κάτι τέτοιο θα είχε μειώσει την εξάρτηση από την δημοσιονομική λιτότητα».
Ο υφυπουργός της κυβέρνησης Ομπάμα εντοπίζει, όμως, αδυναμίες και στο μεταρρυθμιστικό σκέλος του προγράμματος, καθώς, όπως επισημαίνει, οι πολιτικές του δεν ήταν στοχευμένες και κατάλληλα προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
«Το άλλο σημαντικό λάθος ήταν η λογική που υιοθετήθηκε, ότι δηλαδή κάθε μη παραγωγική οικονομία είναι μη παραγωγική για τους ίδιους λόγους. Αντί να δοθεί στην Ελλάδα μια γενικόλογη λίστα εκατοντάδων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η οποία κατέληξε να οδηγήσει σε παράλυση τις ελληνικές κυβερνήσεις, θα ήταν ορθότερο να είχε δοθεί προτεραιότητα σε μια εξορθολογισμένη λίστα μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα είχαν τη δυνατότητα να άρουν αναπτυξιακά εμπόδια και να επιφέρουν το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος».
Για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Αναφορικά με τις προοπτικές της οικονομίας, ο κ. Νταλίπ Σινγκ εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στις δυνατότητες της ελληνικής επιχειρηματικότητας, υπό την προϋπόθεση πως η κυβέρνηση θα διαμορφώσει ένα κατάλληλο πλαίσιο για την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.
«Τα τελευταία χρόνια είχε υπάρξει μια σειρά πολιτικών στην Ελλάδα που περιόρισαν την ανταγωνιστικότητα. Αυτές οι πολιτικές πρέπει να αλλάξουν. Και δεν εννοώ να φύγουν από τη μέση οι κυβερνήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να κάνει καθοριστικά βήματα για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα μέσα από την δημιουργία μάθησης, με την δημιουργία κινήτρων για την ανάληψη ρίσκου, με την δημιουργία κινήτρων για την επιχειρηματικότητα. Αυτοί είναι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».