Δεν δικαιολογείται εφησυχασμός, καθώς το τραπεζικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε εξωγενείς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους παρόλο που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ισχυροποιηθεί σημαντικά στη διάρκεια του εννεαμήνου Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου.
Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, που εξέδωσε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η ΤτΕ εκτιμά, ότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές, παρόλο που οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες.
Ειδικότερα, το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων, την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα Μη εξυπηρετούμενα Ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΤτΕ υποστηρίζει, ότι είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τα πιστωτικά ιδρύματα, στο αμέσως προσεχές διάστημα να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για την μείωση των «κόκκινων» δανείων, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη χαρακτηρίζονται υψηλοί και φιλόδοξοι.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις».
Σενάριο που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, προβλέπει ότι ακόμη και αν οι τράπεζες πωλούσαν στο 3% της ονομαστικής τους αξίας το 64,7% του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων (29,8 δισ. ευρω), ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 12,5%.