Το πρώτο εννεάμηνο του 2017 καταγράφηκαν αξιόλογες δημοσιονομικές επιδόσεις, με τον προϋπολογισμό να εκτελείται κατά κανόνα εντός των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ), τονίζει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στη φθινοπωρινή έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Το Συμβούλιο βλέπει υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2017, ενώ σχετικά με την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% φέτος, θεωρεί ότι είναι «αφενός μεν αισιόδοξη, αφετέρου δε επιτεύξιμη υπό προϋποθέσεις». Για το 2018 το Συμβούλιο θεωρεί εφικτό τον στόχο αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,4% υπό προϋποθέσεις.
«Οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις μπορούν να αποδοθούν: α) στην αύξηση, έστω και συγκρατημένη, των εισοδημάτων λόγω της μείωσης της ανεργίας, β) στην ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+0,8% στο Α’ εξάμηνο του 2017) γ) σε δημοσιονομικά μέτρα που απέδωσαν εντός του 2017, δ) στην εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, ε) στην αύξηση των εισπράξεων παλαιού και νέου ληξιπρόθεσμου χρέους και στ) στην περαιτέρω επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών», τονίζει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Ωστόσο, όπως προσθέτει, «η συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών σε συνδυασμό με την υστέρηση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ, απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση και επιτήρηση διότι στοιχειοθετεί σοβαρή ένδειξη φορολογικής κόπωσης.
Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση και τη διεύρυνση των δημοσιονομικών επιδόσεων αποτελεί η επαναφορά της οικονομίας σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά».
Στην έκθεσή το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει τα εξής για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών:
- Με βάση τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία και συνεκτιμώντας τις πρόσφατες, προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, ο δημοσιονομικός στόχος για το έτος 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ) είναι εφικτός και είναι πολύ πιθανή η υπέρβασή του. Το μέγεθος της «υπεραπόδοσης» και κατ’ επέκταση η διανομή «κοινωνικού μερίσματος» το 2017 θα εξαρτηθεί από την επαλήθευση ή μη των προβλέψεων για το αποτέλεσμα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ).
- Ο στόχος που τίθεται για το 2018 για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% είναι πολύ απαιτητικός. Εξαρτάται πρωτίστως από την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης της τάξεως του 2,4%. Τα καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με το 2017 εκτιμάται ότι θα προέλθουν τόσο από εξοικονόμηση δαπανών, όσο και από υψηλή απόδοση των εσόδων του προϋπολογισμού. H επαλήθευση της πρόβλεψης για αύξηση των εισπράξεων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών έναντι του 2017 συναρτάται πρωτίστως από την επαλήθευση των μακροοικονομικών προβλέψεων μιας και οι φορολογικές παρεμβάσεις για το 2018 είναι περιορισμένες. Συνεπώς, ο δημοσιονομικός στόχος για το 2018 συναρτάται κυρίως από τον μακροοικονομικό στόχο. Όσο προσεγγίζεται ο στόχος για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2018 κατά 2,4% τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες για ευθυγράμμιση του προϋπολογισμού με το στόχο που έχει τεθεί.
Ως προς τις μακροοικονομικές προβλέψεις το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί ότι:
- η πορεία της οικονομίας το Α’ εξάμηνο του 2017 επιτρέπει δυο αντίρροπα συμπεράσματα. Από τη μια πλευρά, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,6% εδραιώνοντας τη μετάβαση της χώρας σε αναπτυξιακή πορεία το 2017. Από την άλλη μεριά, η επαλήθευση του σεναρίου του προσχέδιου του Κρατικού Προϋπολογισμού (ΚΠ) για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2017 προϋποθέτει έναν δύσκολα επιτεύξιμο υψηλό μέσο όρο μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 3ο και 4ο τρίμηνο του έτους ίσο με 3,1% (σε σχέση με το προηγούμενο έτος). Έτσι σημειώνεται ότι η πρόβλεψη του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 κατά 1,8% είναι αφενός μεν αισιόδοξη, αφετέρου δε επιτεύξιμη υπό προϋποθέσεις. Αν και το +1,8% βρίσκεται στο ανώτατο εύρος των τιμών των ανεξάρτητων προβλέψεων του ΕΔΣ, το κεντρικό σενάριο για την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ το 2017 είναι πιο μετριοπαθές.
- Η πρόβλεψη για την ανοδική πορεία του ελληνικού ΑΕΠ για το 2017 θα στηρίζεται στην αύξηση της απασχόλησης (που θα στηρίξει την ιδιωτική κατανάλωση), στην επιτάχυνση των επενδύσεων μέσω αποκρατικοποιήσεων και στης βοήθειας κοινοτικών κονδυλίων καθώς επίσης και στην ευεργετική επίδραση που ασκούν στην αξιοπιστία της χώρας και στην προσέλκυση επενδύσεων, οι δεσμεύσεις των διεθνών εταίρων της ότι θα προσφέρουν πλήρη στήριξη στην πορεία προς την αποκατάσταση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της χώρας από τις διεθνείς αγορές.
Αναφορικά με την πρόβλεψη του προσχεδίου του Προϋπολογισμού γα την αύξηση του ΑΕΠ το 2018 κατά 2,4%, το Συμβούλιο όπως και οι περισσότεροι διεθνείς και εγχώριοι φορείς συγκλίνουν σε ένα εύρος προβλέψεων μεταξύ 2% με 2,6%. Οπότε κρίνεται εφικτός ο στόχος του προσχεδίου, υπό προϋποθέσεις.
Η πραγματοποίηση των μακροοικονομικών προβλέψεων τελεί υπό την αίρεση κινδύνων που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα:
- η έγκαιρη και επιτυχής έκβαση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής,
- η διευθέτηση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
- η διευθέτηση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
- η έκβαση των επικείμενων ελέγχων αντοχής (stress tests) των ελληνικών τραπεζών,
- η επίτευξη της οριστικής άρσης των κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls),
- η αβεβαιότητα για την έκβαση της διαδικασίας αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
- η μεταβλητότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, με καθυστερήσεις στην ενίσχυση του ρυθμιστικού και ελεγκτικού πλαισίου του.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, «βασικός κίνδυνος για την ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι η ενδεχόμενη παράταση ενός καθεστώτος οιονεί στασιμότητας, με παρατεταμένη περίοδο χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα υπονομεύει διαρκώς την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, λόγω της μη αποκλιμάκωσης ή και διεύρυνσης ακόμα του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Επιπλέον, θα παρεμποδίζει την έγκαιρη και αποτελεσματική εκμετάλλευση της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας (υψηλά παραγωγικά κενά) προς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης με εξαγωγικό προσανατολισμό. Στο απευκταίο αυτό σενάριο, η συνεπαγόμενη απαξίωση της παραγωγικής δυναμικότητας, συνοδευόμενη από την παρατηρούμενη διαρροή νεανικού εργατικού δυναμικού με αυξημένα προσόντα (brain drain) των τελευταίων ετών και τη σταθερή γήρανση του πληθυσμού, υπονομεύουν τη μακροχρόνια μεγέθυνση της οικονομίας και πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους για τη δημοσιονομική σταθερότητα».