Η οικονομική ανάπτυξη και η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι οι δύο σημαντικότεροι λόγοι που θα έπειθαν το ευρύ κοινό να επανακαταθέσει τα χρήματά του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Αυτό προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε για λογαριασμό της Τραπέζης της Ελλάδος η εταιρία συμβούλων Alvarez & Marsal Ελλάς (A&M), η οποία συνεργάστηκε με την Kantar TNS, αναφορικά με τις επιπτώσεις των περιορισμών που έχουν τεθεί στην ανάληψη μετρητών και την κίνηση κεφαλαίων. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων δεν εκτιμά ότι οι περιορισμοί θα καταργηθούν προτού παρέλθουν δύο χρόνια.
Η έρευνα διαπιστώνει επίσης πως το ευρύ κοινό είναι μάλλον ανεπαρκώς ενημερωμένο σε σχέση με τους ισχύοντες περιορισμούς, ενώ οι επιχειρήσεις είναι περισσότερο ενημερωμένες. Ακόμη καλύτερα ενημερωμένες είναι οι επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους.
Οι συμμετέχοντες από το ευρύ κοινό απάντησαν ότι έχουν επηρεαστεί από τους περιορισμούς, καθώς συχνά εξαντλούν τα όρια ανάληψης μετρητών. Επίσης ανέφεραν ότι έχουν μειώσει τη χρήση μετρητών.
Οι επιχειρήσεις επισήμαναν τις αρνητικές επιδράσεις των περιορισμών, οι οποίες είναι εμφανείς σε διάφορες πτυχές της δραστηριότητάς τους, π.χ. έγκαιρη είσπραξη από τους πελάτες, όροι πληρωμής των προμηθευτών και ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Οι επιδράσεις των περιορισμών ήταν εντονότερες για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις.
Ανέφεραν επίσης αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών αντί των μετρητών. Αυτό αποτυπώνεται στην ταχεία αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) και της εγκατάστασης τερματικών αποδοχής καρτών (POS).
Οι περιορισμοί έχουν επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων. Τα επενδυτικά σχέδια των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν επηρεαστεί αρκετά από τους περιορισμούς, αλλά ως επί το πλείστον έχουν αρχίσει να δρομολογούνται εκ νέου.
Σύμφωνα με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους θεσμικούς φορείς, η προοδευτική χαλάρωση και εν τέλει η άρση των περιορισμών θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα.
Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στις συνεντεύξεις των μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων αναγνωρίζουν ότι πρέπει πρώτα να επιτευχθούν κάποια άλλα ορόσημα, μεταξύ των οποίων η βελτίωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και στον τραπεζικό τομέα, η υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η οικονομική ανάπτυξη, όπως αυτά προσδιορίζονται στον οδικό χάρτη.