Το θέμα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη και η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον τον μεγάλο κίνδυνο για την ευρωζώνη, δήλωσε ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Μονάχου και μέλος της Επιτροπής «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας Κλέμενς Φούεστ.
Επισήμανε ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας δεν είναι το χρέος, αλλά η εξέλιξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και της οικονομικής πολιτικής. Τόνισε δε την ανάγκη, η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει τις μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να εμπνεύσει επενδυτική εμπιστοσύνη και να μην τις παρουσιάζει ως επιβεβλημένες από το εξωτερικό.
«Δεν θεωρώ την Ελλάδα ως τον μεγάλο κίνδυνο για την ευρωζώνη. Η Ελλάδα έχει συμφέρον, να διευκρινιστεί σύντομα πώς θα προχωρήσει με το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται – αυτό είναι το ένα σημείο συζήτησης που αφορά τον προϋπολογισμό – και να δει πώς θα προχωρήσει με το θέμα του χρέους. Να μπορεί κανείς να προβλέψει καλύτερα τις μελλοντικές επιβαρύνσεις», δήλωσε ο κ. Φούεστ σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε νωρίτερα σήμερα στο Βερολίνο, όπως αναφέρει ανταπόκριση του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Σε ό,τι αφορά το χρέος επισήμανε ότι ήδη έχουν υπάρξει διάφορες αναδιαρθρώσεις, μέσω των οποίων μειώθηκε ξανά και ξανά. «Προσωπικά δεν θεωρώ το χρέος της Ελλάδας ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Πιο σημαντικό είναι το θέμα τού πώς θα εξελιχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα και ακόμη πιο σημαντικό είναι το ερώτημα, πώς θα εξελιχθεί η οικονομική πολιτική. Θα υπάρξει στην Ελλάδα μια οικονομική πολιτική που θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους επενδυτές;» πρόσθεσε, για να συνεχίσει, αναφερόμενος στην ελληνική κυβέρνηση: «Στην Ελλάδα κυβερνά ένας συνασπισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα πολύ αριστερά προσανατολισμένο κόμμα και από ένα πολύ δεξιά προσανατολισμένο κόμμα που πιστεύω δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές. Αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο πρόβλημα», τόνισε.
Σχετικά με ενδεχόμενη άφεση του ελληνικού χρέους, ο διακεκριμένος οικονομολόγος εξήγησε ότι από την σκοπιά των πιστωτών είναι σαφές ότι μια άφεση χρέους θα οδηγούσε άμεσα στο ερώτημα, αν αυτό αυξάνει το έλλειμμα στις χώρες τους και αν θα σήμαινε ότι πρέπει να εξηγήσουν στους φορολογουμένους τους ότι προέκυψαν απώλειες. «Για αυτό γίνεται αυτή τη στιγμή προσπάθεια να συμφωνήσουμε στη συμβιβαστική γραμμή να αναβάλουμε την αναδιάρθρωση του χρέους για το μέλλον, π.χ. σε ένα χρονικό σημείο μετά τις εκλογές στη Γερμανία και στην Γαλλία. Αυτές είναι πολιτικές σκέψεις ώστε να λυθεί η υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της Ελλάδας – πιθανόν και ολόκληρης της Ευρώπης με το ενδιαφέρον της για μια ανάκαμψη της Ελλάδας – και από την άλλη πλευρά τα κράτη των πιστωτών» τόνισε, για να επαναλάβει ότι δεν θεωρεί ότι το χρέος στην Ελλάδα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. «Η εξυπηρέτηση του χρέους στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από ό,τι π.χ. στην Πορτογαλία. Θα πρέπει λοιπόν να εξηγήσουμε γιατί πρέπει οι πορτογάλοι φορολογούμενοι να αναλάβουν το βάρος για την Ελλάδα» είπε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν το Ινστιτούτο του εξακολουθεί να συνδέει την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, όπως συνέβαινε υπό την ηγεσία του Χανς-Βέρνερ Ζιν, ο κ. Φούεστ δήλωσε: «Το κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι η κυβέρνηση θεωρεί τις μεταρρυθμίσεις ως επιβεβλημένες από έξω και τις παρουσιάζει έτσι και στον ίδιο τον λαό της. Η εμπειρία από προγράμματα βοήθειας δείχνει ότι το πρόγραμμα δεν λειτουργεί αν δεν υπάρχει «ownership», αν δηλαδή η κυβέρνηση και μια πλειοψηφία του πληθυσμού δεν στηρίζουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση», ανέφερε, για να προσθέσει σε ό,τι αφορά την έξοδο από την ευρωζώνη:
«Το ερώτημα της εξόδου πιστεύω εν τω μεταξύ ότι έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο. Το κύριο επιχείρημα για την έξοδο θα ήταν μια υποτίμηση η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα υπάρχει και μια σειρά κινδύνων, που είναι γνωστοί και θα προέκυπταν από μια έξοδο. Πιστεύω ότι αυτή την ώρα το θέμα δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Οι ευρωπαϊκές χώρες, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, έχουν αποφασίσει να μην γίνει έξοδος και για αυτό θεωρώ ότι πρέπει τώρα να σκεφτούμε πώς μπορεί η Ελλάδα να ανακάμψει εντός της ευρωζώνης. Και πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι το χρέος. Η χώρα μπορεί να ανακάμψει μόνο με μια ελληνική κυβέρνηση που θα ξεκινήσει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο θα εμπνεύσει επενδυτική εμπιστοσύνη και θα παρουσιαστεί από την κυβέρνηση πραγματικά ως δικό της».
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Φούεστ χαρακτήρισε «ακατάλληλη» την απαίτηση του ΔΝΤ για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, επισημαίνοντας ότι κατά το παρελθόν, ειδικά στην πρώτη φάση της Νομισματικής Ένωσης, από άλλες χώρες απαιτήθηκαν αισθητά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.