Το φαινόμενο του παρεμπορίου και των απομιμητικών προϊόντων λαμβάνει όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, η ανάπτυξη του διαδικτύου, έχει ανοίξει στα παράνομα κυκλώματα ένα νέο, ευρύ πεδίο δράσης, το οποίο καθιστά τον εντοπισμό τους ακόμη δυσκολότερο.
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στη συνάντηση της κοινής επιχειρησιακής δράσης της Interpol και της Europol OPERATION OPSON, για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης απομιμητικών και υποβαθμισμένων τροφίμων και ποτών.
Ο πρόεδρος υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα της επικαιροποιημένης, κοινής μελέτης του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και του ΟΟΣΑ, τα παραποιημένα προϊόντα που διακινούνται ελεύθερα παγκοσμίως, αγγίζουν σε αξία τα 460 δισ. ευρώ. Ενώ το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο φθάνει στο 3,3%, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2,5% που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα του 2016.
Στην Ευρώπη, η εισαγωγή παραποιημένων προϊόντων φθάνει σε αξία τα 121 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 6,8% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από 5% το 2016.
Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το παράνομο εμπόριο συνολικά – συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και του καπνού- προκαλεί κάθε χρόνο απώλειες της τάξης των 20 δισ. ευρώ, σε διαφυγόντα τζίρο από την αγορά. Επίσης, στερεί από το κράτος φορολογικά έσοδα άνω των 6 δισ. ευρώ ετησίως. «Πρόκειται για ποσά ιλιγγιώδη, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια οι νόμιμες ελληνικές επιχειρήσεις δίνουν μια μάχη επιβίωσης απέναντι στην οικονομική κρίση. Ενώ το ίδιο διάστημα, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι πολίτες της χώρας, έχουν επιβαρυνθεί με δυσβάσταχτους φόρους, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής» όπως είπε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι επιπτώσεις δεν αφορούν μόνο το εμπόριο, αλλά συνολικά την ανάπτυξη και την απασχόληση. Χαρακτηριστική εικόνα δίνουν τα στοιχεία που δημοσίευσε το EUIPO τον Ιούνιο του 2019, όπως συνέχισε ο ίδιος, παρουσιάζοντας τον αντίκτυπο της παραποίησης και απομίμησης σε 11 κλάδους, που θεωρούνται ως οι πλέον ευάλωτοι στο παράνομο εμπόριο. Μεταξύ αυτών είναι τα καλλυντικά, τα ενδύματα, υποδήματα και αξεσουάρ, τα αθλητικά είδη, τα παιχνίδια, τα κοσμήματα, τα δερμάτινα είδη, η ηχογραφημένη μουσική, τα αλκοολούχα ποτά, τα φαρμακευτικά και οι συσκευές κινητής τηλεφωνίας.
Σε αυτούς τους κλάδους, οι ετήσιες απώλειες πανευρωπαϊκά αγγίζουν τα 60 δισ. ευρώ, ποσό, που αντιστοιχεί στο 7,4% του συνόλου των πωλήσεων. Ενώ η ζημιά που προκαλείται στους νόμιμους κατασκευαστές σχετίζεται με την απώλεια άνω των 460.000 θέσεων εργασίας.
Μόνο στην Ελλάδα, οι απώλειες στους ίδιους 11 κλάδους φθάνουν τα 1,3 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό που ανέρχεται στο 12,3% του συνόλου των πωλήσεων.
Τα Επιμελητήρια της χώρας έχουν αναδείξει επανειλημμένα το θέμα και όπως έχει επισημανθεί, η κυριότερη αιτία αναποτελεσματικότητας στην πάταξη του παρεμπορίου είναι η έλλειψη κεντρικού συντονισμού.
Η διασπορά των αρμοδιοτήτων και οι επικαλύψεις μεταξύ υπουργείων και δεκάδων υπηρεσιών και φορέων του δημοσίου τομέα, δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια στο ελεγκτικό και κατασταλτικό έργο της Πολιτείας.
Για την αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών αυτών, συνέχισε ο πρόεδρος, έχουμε προτείνει:
* Τη διοικητική ενοποίηση όλων των διευθύνσεων εμπορίου και των ελεγκτικών μηχανισμών, για τη δημιουργία μιας κεντρικής δομής σε επίπεδο Περιφέρειας. Η δομή αυτή θα είναι αρμόδια τόσο για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όσο και για την πάταξη του παρεμπορίου.
* Τη δημιουργία Ειδικού Σώματος Δίωξης Παραεμπορίου, με στόχο τον εντοπισμό των κεντρικών αποθηκών παράνομων προϊόντων και την αποδιοργάνωση των κυκλωμάτων τροφοδοσίας. Εναλλακτικά, ζητούμε να υπάρξει αποτελεσματικότερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων, καθώς και πλήρης αποσαφήνιση της αποστολής του κάθε ενός.
Ζητούμε, επίσης:
* Πιστή εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για το παρεμπόριο, αλλά και ουσιαστική αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό της: με κωδικοποίηση, επικαιροποίηση και αυστηροποίηση των νόμων και διατάξεων που αφορούν τα εμπλεκόμενα με το παρεμπόριο αδικήματα.
* Εντατικοποίηση της αστυνόμευσης στις περιοχές όπου ανθεί η παράνομη εμπορική δραστηριότητα.
* Εξασφάλιση όλων των αναγκαίων μέσων και εργαλείων για την αποτελεσματικότερη άσκηση της αποστολής των αρμόδιων διωκτικών αρχών.
* Επισήμανση των καταστημάτων που λειτουργούν χωρίς νόμιμες άδειες, ώστε να ελεγχθεί αποτελεσματικότερα η διάθεση της παραγωγής τους και η πιθανή εμπλοκή τους σε παραεμπορικές και παράνομες δραστηριότητες.
* Επισήμανση και συστηματικό έλεγχο των εμπορικών και μεταποιητικών καταστημάτων, των οποίων οι φορείς είναι αλλοδαποί, αλλά και των κάθε λογής πάγκων και υπαίθριων παζαριών.
* Υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων, για την ομαλή ένταξη στην επιχειρηματική δραστηριότητα ειδικών ομάδων του πληθυσμού, όπως για παράδειγμα οι Ρομά.
* Αυστηρή εποπτεία και δικλείδες ενάντια στη διαφθορά και τη συναλλαγή, ανάμεσα σε κυκλώματα και επίορκους κρατικούς λειτουργούς.
* Διαμόρφωση μιας δυναμικής εθνικής εκστρατείας επικοινωνίας, με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Μίχαλος: «Η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους ενάντια στην παρανομία, αλλά και στη διαφθορά, πρέπει να είναι ισχυρή και διαρκής. Ώστε να λειτουργεί όχι μόνο κατασταλτικά, αλλά και αποτρεπτικά.
Εξίσου απαραίτητη είναι η δικτύωση και η συνεργασία των αρμόδιων αρχών, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η επιχείρηση OPSON είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης συνένωσης δυνάμεων, για την εξάρθρωση της νοθείας και του οργανωμένου εγκλήματος σε έναν εξαιρετικά κρίσιμο για τη δημόσια υγεία τομέα, όπως αυτός των τροφίμων και ποτών.
Θα θέλαμε, λοιπόν, να δούμε αυτή τη συνεργασία να επεκτείνεται, με σκοπό την από κοινού καταπολέμηση της παραβατικότητας και σε άλλους τομείς, γιατί παραμένει σήμερα ανησυχητικά υψηλό το ποσοστό των πολιτών, οι οποίοι συνειδητά αγοράζουν απομιμητικά προϊόντα ή προϊόντα παράνομης διακίνησης. Είναι επίσης πολλές οι περιπτώσεις νόμιμων επιχειρηματιών, οι οποίοι γνωρίζουν για την ύπαρξη παράνομων αποθηκών και παρ’ όλα αυτά διστάζουν να απευθυνθούν στις αρχές.
Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει. Το παράνομο εμπόριο είναι ένα ζήτημα που αγγίζει και αφορά όλους μας. Όλοι μαζί, λοιπόν, οφείλουμε όχι μόνο να διεκδικήσουμε μέτρα, αλλά και να διευκολύνουμε το έργο των ελεγκτικών αρχών».