Με την Κομισιόν να απαιτεί να εξαλειφθούν όλα τα μέτρα στήριξης που έχουν απομείνει, όπως η επιδότηση του ρεύματος στην περίπτωση της χώρας μας ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης θα έχει μια «πρώτη γεύση» για τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τις θέσεις των κυβερνήσεων για το κρίσιμο θέμα του νέων δημοσιονομικών κανόνων που θα ισχύσουν το 2024.
Στις συνεδριάσεις σήμερα (13/7) του Eurogroup και αύριο (14/7) του Ecofin συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας που θα κρίνει την έκταση και το χρονοδιάγραμμα της δημοσιονομικής προσαρμογής με κλειδί το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και τη ταχύτητα μείωσης του χρέους. Οι Βόρειοι πιέζουν για αυστηρό πλαίσιο και οι Νότιοι ζητούν χαλαρότερα κριτήρια για την εξυγίανση των δημοσιονομικών οικονομικών έτσι ώστε να υπάρχουν περιθώρια για παρεμβάσεις ενίσχυσης των επενδύσεων, των εισοδημάτων και του κοινωνικού κράτους.
Από την πλευρά της η Κομισιόν απαιτεί να αποσυρθούν όλα τα μέτρα στήριξης που έχουν απομείνει, όπως η επιδότηση του ρεύματος και ταυτόχρονα ζητά από τις κυβερνήσεις την εφαρμογή σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής που θα διασφαλίζει την επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς .
Το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για το νέο οικονομικό επιτελείο που θα πρέπει να βρει τη «χρυσή τομή» μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας με έμφαση στο περιορισμό των δαπανών και ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας. Σύμφωνα με τη ρήτρα που έχει θέσει η Κομισιόν, η ετήσια αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν θα ξεπερνάει το 2,6%, πράγμα που σημαίνει ότι στη χώρα μας θα κινείται στα 2,5-2,6 δισ. ευρώ καθώς το συνολικό ύψος των πρωτογενών δαπανών αγγίζει τα 100 δισ. ευρώ.
Πάντως σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να επιστρέψει σε μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ όπως άλλωστε προβλέπει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Σύμφωνα με την πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα είναι οριζόντιοι και ενιαίοι για όλους αλλά θα υπάρχουν διμερείς συμφωνίες των κρατών μελών με τις Βρυξέλλες που θα καθορίζουν τη ταχύτητα και το χρονοδιάγραμμα μείωσης του χρέους. Εφόσον προκύπτει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους τα κράτη – μέλη θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής και θα μπορούν να προχωρήσουν σε μειώσεις φόρων και εισοδηματικές και κοινωνικές ενισχύσεις.
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες διχάζουν την Ευρώπη με τις βόρειες χώρες να επιμένουν σε «γραμμή λιτότητας» και τις νότιες να ζητούν δημοσιονομική ευελιξία. Ήδη ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ προειδοποίησε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτυγχάνουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους στις συνομιλίες σχετικά με τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Κομισιόν, γεγονός που μειώνει τις ελπίδες για επίτευξη συμφωνίας έως το τέλος του έτους.
Παράλληλα σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας απαιτούν οι υπουργοί Οικονομικών 11 χωρών της ΕΕ, με επικεφαλής τη Γερμανία, σε κοινή τους επιστολή που δημοσιεύτηκε σε ευρωπαϊκές εφημερίδες. Στην παρέμβασή τους, οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, της Τσεχίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας, της Δανίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας, της Εσθονίας και του Λουξεμβούργου, τονίζουν -ενόψει της μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας- ότι η ΕΕ δεν μπορεί «να επιτρέψει στα επίπεδα του χρέους να αυξάνονται από κρίση σε κρίση». Το αίτημα των 11 χωρών είναι να εισαχθούν «ποσοτικά κριτήρια που θα ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη» και προειδοποιούν ότι «δεν μπορούμε καν να καταλήξουμε σε καταστάσεις στις οποίες μελλοντικές προκλήσεις θα χρησιμοποιούνται για την καθυστέρηση ή την αναβολή των δημοσιονομικών προσαρμογών, που είναι απαραίτητες». Αντίθετα Γάλλοι και Ιταλοί ζητούν οι δαπάνες για τον πράσινο και τον ψηφιακό μετασχηματισμό να μην προσμετρώνται στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και ταυτόχρονα να υπάρχουν και εξαιρέσεις αμυντικών δαπανών.