Η ιστορική συμφωνία για την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS επισφραγίσθηκε και επισήμως το βράδυ της Κυριακής από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, με το αντίτιμο να ανέρχεται τελικά σε 3 δισ. ελβετικά φράγκα (3,23 δισ. δολάρια) σε μετοχές, ενώ η UBS συμφώνησε να αναλάβει έως και 5 δισ. φράγκα (5,4 δισ. δολάρια) σε ζημιές.
Η συμφωνία για την εξαγορά περιλαμβάνει την παροχή ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων (108 δισ. δολάρια) προς την Credit Suisse και τη UBS, αλλά και εγγύηση από το κράτος για πιθανές ζημιές. Συγκεκριμένα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χορηγεί στην UBS εγγύηση ύψους 9 δισ. φράγκων για την ανάληψη ενδεχόμενων ζημιών από ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που η UBS αναλαμβάνει ως μέρος της συναλλαγής, εφόσον τυχόν μελλοντικές απώλειες υπερβούν ένα συγκεκριμένο όριο.
Στο μεταξύ, “η έκτακτη κρατική στήριξη θα προκαλέσει την πλήρη απομείωση της ονομαστικής αξίας όλων των τίτλων AT1 της Credit Suisse ύψους περίπου 16 δισ. φράγκων, και ως εκ τούτου αύξηση του βασικού κεφαλαίου”, ανακοίνωσε η ελβετική ρυθμιστική αρχή (FINMA).
Σημειώνεται πως η αξία της Credit Suisse υπολογίστηκε τελικά στα 0,76 φράγκα ανά μετοχή, ενώ την Παρασκευή ο τίτλος της έκλεισε στα 1,86 φράγκα.
«Με την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS βρέθηκε η λύση ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η ελβετική οικονομία σε αυτή την εξαιρετική κατάσταση», επεσήμανε η κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που παραχωρήθηκε απόψε.
“Σε αυτήν την κατάσταση ακραίας αβεβαιότητας, η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS επέτρεψε την εξεύρεση λύσης για την εγγύηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και για την προστασία της ελβετικής οικονομίας”, ανέφερε σε ανακοίνωσή της η κεντρική τράπεζα.
Σε δηλώσεις του ο πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας Αλαίν Μπερσέ επισήμανε ότι η συμφωνία για την εξαγορά της Credit Suisse είναι ο καλύτερος τρόπος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Αυτή η λύση «δεν είναι μόνο αποφασιστική για την Ελβετία, αλλά για την σταθερότητα του συνόλου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος», τόνισε ο ίδιος, κατά τη συνέντευξη Τύπου παρουσία των προέδρων των δύο ελβετικών τραπεζικών κολοσσών, του Κολμ Κέλεχερ για την UBS και του Αξελ Λέχμαν για την Credit Suisse.
Η υπουργός Οικονομικών Κάριν Κέλερ-Σούτερ δήλωσε ότι η πτώχευση της Credit Suisse θα μπορούσε να προκαλέσει “ανεπανόρθωτες οικονομικές ζημίες”. “Για τον λόγο αυτόν, η Ελβετία πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της πέραν των συνόρων της”.
Η ιστορική συγχώνευση των δύο τραπεζικών κολοσσών, που συγκαταλέγονται στο κλαμπ των 30 τραπεζικών ιδρυμάτων που είναι υπερβολικά σημαντικά για να πτωχεύσουν, έπρεπε να ολοκληρωθεί και ανακοινωθεί πριν από το άνοιγμα των ασιατικών αγορών, με την ελπίδα ότι η κίνηση αυτή αρκεί για να προλάβει τον γενικευμένο πανικό.
Το σχέδιο, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε βιαστικά οργανωμένες συνομιλίες για την κρίση εντός του Σαββατοκύριακου, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της μαζικής πτώσης της μετοχής της Credit Suisse την περασμένη εβδομάδα, μετά την κατάρρευση μικρότερων αμερικανικών τραπεζών. Μια στήριξη ρευστότητας από την ελβετική κεντρική τράπεζα εντός της εβδομάδας απέτυχε να τερματίσει την ανησυχία των αγορών παρά την αρχική ανακούφιση.
Οι αμερικανικές αρχές συνεργάστηκαν με τους Ελβετούς ομολόγους τους καθώς και οι δύο τράπεζες διαθέτουν δραστηριότητες στις ΗΠΑ και θεωρούνται συστημικά σημαντικές στην Ελβετία, επιδιώκοντας μια συμφωνία πριν το άνοιγμα των ασιατικών αγορών.
Υπενθυμίζεται πως νωρίτερα είχε γίνει γνωστό ότι η UBS είχε προχωρήσει σε προσφορά ύψους 1 δισ. δολαρίων, προσφορά που η Credit Suisse είχε χαρακτηρίσει πολύ χαμηλή, σημειώνοντας πως θα πλήξει τους μετόχους και τους εργαζόμενους που κατέχουν εταιρικές μετοχές, σύμφωνα με τα όσα είχε αναφέρει το Bloomberg.
Οι ελβετικές αρχές είχαν εξετάσει και το ενδεχόμενο πλήρους ή μερικής κρατικοποίησης της Credit Suisse ως τη μόνη άλλη βιώσιμη επιλογή πέραν της εξαγοράς από την UBS.