Στη δημοσιότητα δόθηκε η 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, η οποία διευκρινίζει ότι η Ελλάδα έχει κάνει «τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες», παρά τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Κομισιόν αναφέρει ότι η εν λόγω έκθεση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την αποδέσμευση ποσού ύψους 748 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, από το Eurogroup. Το ποσό αυτό αφορά την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και συγκεκριμένα την επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFAs και SNPs) κ.α.
«Μετά από μια ισχυρή ανάκαμψη το 2021, η ανάκαμψη μετά την πανδημία πρόκειται να συνεχιστεί το 2022 με κάπως ασθενέστερο ρυθμό, καθώς επηρεάζεται από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και τον οικονομικό αντίκτυπο της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας, εν μέσω παρατεταμένης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την πανδημία», αναφέρει η έκθεση.
Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2022, η ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 3,5% το 2022 και το 3,1% το 2023. Οι επενδύσεις προβλέπεται να είναι ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης, αλλά η ιδιωτική κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές θα συμβάλουν επίσης στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης που παρακολουθείται υπό ενισχυμένη εποπτεία έφτασε το 5,5% του ΑΕΠ το 2021, ποσοστό που είναι 2,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αναμενόμενο το περασμένο φθινόπωρο. Η θετική έκπληξη οφείλεται κυρίως στη γρήγορη οικονομική ανάκαμψη.
Ανεργία και δημοσιονομική πολιτική
Επίσης, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει υποστηρικτική το 2022, καθώς ορισμένα από τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία εξακολουθούν να ισχύουν για το 2022, ενώ ελήφθησαν προσωρινά δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας το 2022. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2022, η κυβέρνηση σχεδιάζει να φτάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και να μειώσει περαιτέρω τον υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους.
Ακόμη, η έκθεση αναφέρει ότι το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 14,7% το 2021, από 17,6% το 2020 και το ανώτατο όριο του 27,8% το 2013. Αν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ, αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω σε 2023. Στο μέλλον, η αύξηση της απασχόλησης αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική εν όψει της ακόμα ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας παραμένει υψηλό (17,7% το 2020).
Η 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες. Οι Αρχές έχουν ολοκληρώσει μια σειρά από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στους τομείς της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, της φορολογίας ακινήτων, των επιδομάτων αναπηρίας, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και της δικαιοσύνης και συμφώνησαν για την επέκταση της εντολής του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Ελλάδα ολοκλήρωσε επίσης ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης των δημοσίων συμβάσεων και τη δημιουργία τμήματος Στατιστικής Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Οι ελληνικές αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και έχουν δεσμευτεί να συνεχίσουν να εφαρμόζουν δράσεις για την πρόοδο με τις εκκρεμείς δεσμεύσεις. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση των ελληνικών Αρχών σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις Αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου χρειάζεται, να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την ολοκλήρωση όλων των συμφωνημένων μεταρρυθμιστικών βημάτων εγκαίρως για την απόφαση για την τελική εκταμίευση στα τέλη του 2022, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των πολιτικών του χρηματοπιστωτικού τομέα, της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, της κτηματογράφησης, της κωδικοποίησης της εργατικής νομοθεσίας και της επίτευξης των συμφωνηθέντων στόχων για εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Προς έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο
Η Επιτροπή τονίζει ότι δεν μπορεί να παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία για την ελληνική οικονομία, μετά τη λήξη της στις 20 Αυγούστου 2022. «Εάν δεν παραταθεί η ενισχυμένη εποπτεία, η παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της Ελλάδας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο τόσο της μετα-προγραμματικής επιτήρησης και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», τονίζει η Επιτροπή. Θα συνεχίσουν επίσης να ακολουθούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Η παρακολούθηση των ειδικών δεσμεύσεων που θα χρησιμεύσουν ως βάση για την τελική δόση των μέτρων για το χρέος θα πραγματοποιηθεί σε μια πρώτη έκθεση εποπτείας μετά το πρόγραμμα που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο του 2022.
Σε γενικές γραμμές η Επιτροπή τονίζει τα εξής: «Η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά τους κινδύνους δυσμενών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, αντιμετωπίζοντας έτσι αποτελεσματικά την προϋπόθεση στην οποία βασίζεται η εφαρμογή ενισχυμένης εποπτείας. Οι αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην ολοκλήρωση των εκκρεμών στοιχείων».
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με την οποία ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 193% του ΑΕΠ το 2021 – ποσοστό που είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αναμενόμενο στην προηγούμενη έκθεση. Η βελτίωση αυτή οφείλεται κυρίως στο υψηλότερο από το αναμενόμενο ονομαστικό ΑΕΠ, αλλά και στο χαμηλότερο από το αναμενόμενο πρωτογενές έλλειμμα.
Συνολικά λοιπόν, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους δείχνει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Στο βασικό σενάριο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 180% το 2023 και σε 32% το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες μειώνονται κάτω από το 10% μακροπρόθεσμα.
Ένας από τους κύριους παράγοντες της αλλαγής σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση είναι η ταχύτερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η οποία οφείλεται κυρίως στην άνοδο του πληθωρισμού που αντανακλάται και στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό βάσει της αγοράς.