Μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας από το 5,9% του ΑΕΠ το 2021 στο 1,9% εφέτος και την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση του για τη δημοσιονομική πολιτική (Fiscal Monitor), η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το Ταμείο εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάσει το 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και θα αυξάνεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια για να φθάσει στο 2% το 2027.
Το συνολικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει και τις δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αναμένεται να μειωθεί από το 8,7% του ΑΕΠ το 2021 στο 4,8% εφέτος και να συνεχίσει μειούμενο για να φθάσει στο 0,9% το 2027.
Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί από το 198,9% του ΑΕΠ το 2021 στο 185,4% εφέτος και να υποχωρήσει περαιτέρω σταδιακά στο 160,7% το 2027.
Οι δημόσιες δαπάνες εκτιμάται ότι θα μειωθούν από το 57,9% του ΑΕΠ το 2021 στο 53,1% εφέτος και θα συνεχίσουν να μειώνονται τα επόμενα χρόνια για να φθάσουν στο 45,7% το 2027.
Τα δημόσια έσοδα αναμένεται να μειωθούν από το 49,1% του ΑΕΠ πέρυσι στο 48,3% εφέτος και να υποχωρήσουν σταδιακά περαιτέρω στο 44,8% το 2027.
Εμφανείς οι κίνδυνοι από την αύξηση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους
Ο επικεφαλής της διεύθυνσης δημοσιονομικής πολιτικής του ΔΝΤ, Βίτορ Γκασπάρ, τόνισε ότι το χρέος αυξήθηκε κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2020 – η μεγαλύτερη ιστορικά ετήσια αύξηση, από την οποία το 50% και πλέον αφορούσε το δημόσιο χρέος – και ότι «οι κίνδυνοι που υπάρχουν – για όλες τις ομάδες χωρών – από τα υψηλά επίπεδα του χρέους είναι τώρα πολύ εμφανείς» και αποτελούν το μεγάλο θέμα του Fiscal Monitor.
«Καθώς η νομισματική πολιτική κινείται για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να κινηθεί για να διατηρήσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Με άλλα λόγια, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επανέλθει – και είναι δεσμευτικοί» τόνισε ο Γκασπάρ.
Το Ταμείο αναφέρει, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν δύσκολες επιλογές και ότι χρειάζονται ευέλικτες δημοσιονομικές πολιτικές για να αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις – ρεκόρ των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων.
Με τις διεθνείς τιμές των τροφίμων να έχουν αυξηθεί 33,6% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο, το ΔΝΤ προκρίνει στοχευμένα μέτρα για την προστασία των ευάλωτων ομάδων από τις αυξήσεις και την αποφυγή παρεμβάσεων στις εγχώριες τιμές. «Όπου είναι δυνατόν, οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν στοχευμένες και προσωρινές μεταβιβάσεις στους ευάλωτους, επιτρέποντας τις εγχώριες τιμές να προσαρμοστούν, κάτι που θα βοηθήσει να υπάρξει πρόσθετη προσφορά και να αποφευχθούν ελλείψεις», δήλωσε ο Γκασπάρ.
Για τις υψηλές τιμές ενέργειας είπε ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τους δημοσιονομικούς περιορισμούς αλλά και την κλιματική κρίση και πρότεινε μέτρα που θα ελαφρύνουν τον αντίκτυπό τους στα ευάλωτα άτομα και επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των ρύπων έως το 2030.
Το ΔΝΤ σημειώνει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος μειώνονται από τα επίπεδα – ρεκόρ που έφθασαν το 2020, αλλά αυτό οφείλεται στον προσωρινό θετικό αντίκτυπο από την αύξηση του πληθωρισμού, ενώ οι κίνδυνοι παραμένουν υπερβολικά μεγάλοι.
«Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί το 2022 και στη συνέχει να σταθεροποιηθεί περί το 95% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, 11 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το προ της πανδημίας επίπεδα», αναφέρει, προσθέτοντας: «Οι μεγάλες πληθωριστικές εκπλήξεις το 2020-21 βοήθησαν στη μείωση των δεικτών του χρέους, αλλά καθώς η νομισματική πολιτική γίνεται πιο σφιχτή για να περιορίσει τον πληθωρισμό, το κόστος δανεισμού των χωρών θα αυξάνεται, περιορίζοντας τη δυνατότητα για κρατικές δαπάνες και αυξάνοντας την ευπάθειά του».