Για τη μεγάλη και κρίσιμη διαπραγμάτευση της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας που θα ισχύσει από το 2023 και θα καθορίσουν τη δημοσιονομική πολιτική για τα επόμενα χρόνια και τον βαθμό ελευθερίας για την ενίσχυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων ετοιμάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Αναζητώντας συμμαχίες με χώρες του Νότου που τάσσονται υπέρ της ευελιξίας το οικονομικό επιτελείο επιδιώκει τη χαλάρωση των κριτηρίων για το χρέος και το έλλειμμα και καθώς τυχόν επαναφορά των σκληρών κανόνων θα εξαλείψει τα χρηματοδοτικά περιθώρια για την υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδιασμού που προβλέπει σταδιακό περιορισμό του φορολογικού βάρους και παρεμβάσεις για την τόνωση των εισοδημάτων και την κινητοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων.
Το στίγμα της κυβερνητικής στρατηγικής έδωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας σε συνέντευξη του στην εφημερίδα«The Telegraph» επισημαίνοντας ότι “οι νέοι κανόνες για το χρέος πρέπει να διασφαλίζουν τη δημοσιονομική σύνεση αλλά και να επιτρέπουν ‘ρεαλιστικούς’ στόχους μείωσης του χρέους μαζί με εξαιρέσεις για συγκεκριμένες επενδύσεις, όπως οι πράσινες δαπάνες” Σύμφωνα με τον υπουργό οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη και η μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι σταδιακή, διαρκής και ρεαλιστική.
Πού θα πέσει το βάρος της διαπραγμάτευσης
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές όλο το βάρος στη σκληρή και σύνθετη διαπραγμάτευση θα πέσει στην ταχύτητα του ετήσιου ρυθμού μείωσης του χρέους καθώς και στην εξαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος ορισμένων κατηγοριών δαπανών που αφορούν την άμυνα, το μεταναστευτικό ,τις πράσινες και ψηφιακές δημόσιες επενδύσεις και την στήριξη της αγοράς εργασίας.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου τονίζουν ότι θα πρέπει να συνεκτιμάται αν μια χώρα έχει επενδυτικό κενό καθώς θα πρέπει να αυξήσεις τις δαπάνες για να κλείσει το επενδυτικό κενό. Eιδικά για την πράσινη μετάβαση πως οι αναγκαίες δαπάνες για την ταχύτερη μετάβαση να γίνει χωρίς σημαντική επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους. Σχετικά με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων τα ίδια στελέχη αναφέρουν ότι οι στόχοι θα πρέπει να είναι ρεαλιστικοί έτσι ώστε να απελευθερώνουν δημοσιονομικό χώρο για ελάφρυνση του φορολογικού βάρους στην οικονομία και ενίσχυση των δαπανών σε ευαίσθητους κοινωνικούς τομές όπως η υγεία και η παιδεία
Στο πλαίσιο αυτό το οικονομικό επιτελείο θα προσέλθει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με δύο κεντρικές επιδιώξεις που είναι:
- να μην υπάρχει συγκεκριμένο όριο στην ετήσια μείωση του χρέους και να λαμβάνεται υπ’ όψιν και ο οικονομικός κύκλος του κράτους-μέλους που καλείται να μπει σε διαδικασία προσαρμογής. Οι χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος να αναλαμβάνουν μεσοπρόθεσμη δέσμευση για περιορισμό του σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
- να αξιολογούνται ειδικές συνθήκες με την έννοια ότι αν μια χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με διάφορες δυσμενείς συνθήκες το διάστημα προσαρμογής του χρέους να επιμηκύνεται
- Στα κριτήρια για την έκταση και το χρονοδιάγραμμα μείωσης του δημόσιου χρέους να συνυπολογίζεται η βιωσιμότητα του με βάση το γενικό κανόνα που δεν μετράει το ύψος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών
Υπενθυμίζεται ότι αυτή τη στιγμή βάσει του Συμφώνου μία χώρα οφείλει να έχει χρέος το ανώτερο έως το 60% του ΑΕΠ και έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ, ενώ σε περίπτωση που ξεπεράσει το όριο του χρέους οφείλει να εφαρμόζει πολιτικές που θα επιτυγχάνουν μείωσή του 5% κάθε χρόνο για μία 20ετία.
Σε κάθε περίπτωση οι παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών εξορκίζουν την υιοθέτηση προτάσεων των “σκληροπυρηνικών” του Βορρά που ζητούν επαναφορά των αυστηρών κανόνων, καθώς κάτι θα ισοδυναμούσε με δημοσιονομική θηλιά και εφαρμογή πολιτικής λιτότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τη αυστηρή συνταγή που προτείνει ο ESM για την αποκλιμάκωση του χρέους στην Ευρωζώνη στο βασικό σενάριο που θέτει ως οροφή για το χρέος το 100% του ΑΕΠ η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 20 χρόνια ή 3% του ΑΕΠ εάν η απομείωση του χρέους γίνει σε βάθος 30 ετών. Στο ενδιάμεσο, που προβλέπει υποχώρηση του ελληνικού χρέους στο 80% του ΑΕΠ απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα 5,5% ετησίως για 20 χρόνια ή 4,5% του ΑΕΠ για 30 χρόνια και στο δυσμενές για να μειωθεί το ελληνικό χρέος στο υφιστάμενο όριο που είναι το 60% του ΑΕΠ θα χρειασθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 6,5% του ΑΕΠ ετησίως για 20 χρόνια ή 4,5% του ΑΕΠ για 30 χρόνια.