Χωρίς την αύξηση των εξαγωγών στα χρόνια της κρίσης, δε θα είχαν εισρεύσει στη χώρα περίπου 140 δισ. ευρώ, η ύφεση θα ήταν βαθύτερη κατά τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ χιλιάδες θέσεις εργασίας θα είχαν χαθεί. Αυτό εκτιμούν οι εξαγωγείς με βάση ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων για την πορεία των εξαγωγών τα έτη 2008 – 2014.
Αύξηση της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 27,21%, με μέσο ρυθμό αύξησης 4,95% κατ’ έτος, καταγράφει ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, σε συνεργασία με το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), για την 7ετία 2008-2014. Την ίδια περίοδο καταγράφεται και αύξηση κατά 19,82% του συνολικού όγκου των εξαγωγών, με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης του 3,36%.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ισχυρότερο πλήγμα από την κρίση δέχθηκε η Ελληνική βιομηχανία, γεγονός που αποτυπώνεται και στους δείκτες ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα της μείωσης κατά 11,19% στην αξία εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων ήταν να περιοριστεί η συμμετοχή του βιομηχανικού κλάδου στο 13,83% του συνόλου των εξαγωγών, από το 19,82% το 2008.
Η εικόνα του βιομηχανικού κλάδου χρωματίζεται περαιτέρω αρνητικά αν συνυπολογιστούν και οι μειώσεις εξαγωγών στις κατηγορίες των διάφορων βιομηχανικών προϊόντων (-14,41%) και του μηχανολογικού εξοπλισμού (-12,28%), που συνεισφέρουν πλέον το 6,43% και το 8,35% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, αντίστοιχα.
Αντίθετα, εκρηκτική είναι η αύξηση στον κλάδο των καυσίμων (+126,45% ή κατά 18,23% σε ετήσια βάση), με τα καύσιμα να αντιστοιχούν πλέον σε ποσοστό 38,52% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών (από 21,64% το 2008). Θετική είναι η πορεία των χημικών (+10,09%), των τροφίμων (+22,63%) και των πρώτων υλών (+23,22%).
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη: «η θετική πορεία των εξαγωγών καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, εν μέσω εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών, στο εγχώριο και διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, επιβεβαιώνει την πάγια θέση του ΠΣΕ υπέρ του μετασχηματισμού του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας με επίκεντρο την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα.
Χωρίς αυτή την αύξηση των εξαγωγών κατά 27,21%, δε θα είχαν εισρεύσει στη χώρα περίπου 140 δισ. ευρώ, η ύφεση θα ήταν βαθύτερη κατά τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αυτά τα χρόνια, ενώ χιλιάδες θέσεις εργασίας θα είχαν χαθεί. Το σημαντικότερο είναι ότι θα είχε επιδεινωθεί η κατάσταση στον παραγωγικό ιστό της χώρας και θα είχαν απομειωθεί οι προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας συνολικά.
Η αύξηση των εξαγωγών κατά περισσότερο από 7,5% στο εξάμηνο Σεπτέμβριος 2014-Ιανουάριος 2015, δείχνει ότι -με τη μεγάλη υποτίμηση του ευρώ- τα ελληνικά προϊόντα έχουν αποκτήσει πρόσθετη δυναμική. Τώρα είναι η στιγμή της κεφαλαιοποίησης των θυσιών της περασμένης 7ετίας και η ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας προς μία νέα εποχή. Η εξωστρέφεια είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Σε αυτή θα πρέπει να βασιστεί το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, η δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και η προσπάθεια εδραίωσης της εμπιστοσύνης των εμπορικών και πολιτικών μας εταίρων. Η πορεία των εξαγωγών είναι το καλύτερο επιχείρημα προς όλες τις κατευθύνσεις σχετικά με τις δυνατότητες, τη φερεγγυότητα, την αποτελεσματικότητα και τη δυναμική της ίδιας της χώρας. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί ως προτεραιότητα η συνέχιση της ανόδου, στο πλαίσιο μίας συνεκτικής Εθνικής Στρατηγικής για την Εξωστρέφεια, που θα οδηγεί σε ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο της οικονομίας, με εμπορικά και δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Όπως αναφέρει η ανάλυση του ΠΣΕ, μία συνεκτική Εθνική Στρατηγική για την Εξωστρέφεια θα πρέπει να περιλαμβάνει κίνητρα για την αναστροφή φαινομένων αποεπένδυσης στους βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ειδικά στη βιομηχανία-μεταποίηση, καθώς και υποστηρικτικά μέτρα για την ενίσχυση των ρυθμών αύξησης των εξαγωγών στους κλάδους εκείνους που επέδειξαν αξιοσημείωτες αντοχές και θετικές επιδόσεις στα χρόνια της κρίσης, όπως για παράδειγμα τα τρόφιμα και τα αγροτικά προϊόντα (με αιχμή τα φρούτα και λαχανικά), αλλά και οι πρώτες ύλες.
Γενικά Στοιχεία
Τα στοιχεία της ανάλυσης δείχνουν ότι το 2014 η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε στα 26,9 δισ. ευρώ, έναντι των 21,14 δισ. ευρώ το 2008, μεταβολή που συνιστά αύξηση σε ποσοστό 27,21%. Κατά την 7ετία αυτή, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στα επίπεδα του +4,95%. Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά την περίοδο 2008-2014 καταγράφηκε στα 164,67 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δείχνουν για την ίδια περίοδο (2008-2014) αύξηση των εσόδων από τις εν λόγω εξαγωγές κατά 19,35% (με μέσο ρυθμό αύξησης 3,90%). Συνολικά στην Ελλάδα εισέρευσαν πληρωμές για εξαγόμενα αγαθά 140,64 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2008-2012 κατά την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, καταγράφει μέσες απώλειες της τάξης του 61,6% στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (από τα 61,6 το 2008 στα 37,7 δισ. Ευρώ το 2012), σε όλους τους κύριους κλάδους οικονομικής δραστηριότητες (με εξαίρεση τον τομέα της ψυχαγωγίας, +38,4%).
Με άλλα λόγια, οι ελληνικές εξαγωγές ακολούθησαν μεν αυξητικούς ρυθμούς, αφετέρου δε, οι επιδόσεις αυτές επετεύχθησαν σε περιβάλλον και πλαίσιο αποεπένδυσης της οικονομίας. Τα ιστορικά υψηλά εντοπίζονται το 2012 σε όρους συνολικής αξίας εξαγωγών (27,35 δισ. ευρώ), ενώ ακολούθησαν οριακές μεταβολές γύρω από την περιοχή των 27 δις ευρώ κατά τη διετία 2013-2014. Αντίστοιχα σταθεροποιητικές τάσεις παρατηρούνται και στα έσοδα από τις εξαγωγές, άνω των 22 δις ευρώ, με την ιστορική επίδοση στην περίπτωση αυτή να καταγράφεται το 2014 (23,64 δισ. ευρώ).
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε επίπεδο όγκου συνολικών εξαγωγών, ο οποίος όμως υπολείπεται σημαντικά σε ρυθμούς αύξησης της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Ο συνολικός όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 19,82% το 2014, σε σχέση με το 2008, με μέσους ρυθμούς μεταβολής της τάξης του 3,36% (ποσοστά ανάλογα αυτών των εσόδων από τις εξαγωγές).
Οι εισαγωγές
Για την αποτύπωση μίας πληρέστερης εικόνας του εξωτερικού εμπορίου της χώρας κατά την περίοδο 2008-2014, αξίζει κανείς να αναφερθεί και στην πορεία των ελληνικών εισαγωγών κατά το ίδιο διάστημα.
Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω 7ετία, η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα συνολικής αξίας 350,7 δις ευρώ, ακολουθώντας πτωτική πορεία σε όρους μέσης ετήσιας μεταβολής (-4,82%). Σε σχέση με το 2008, προέκυψε υποχώρηση της τάξης του 27,05% μετά το τέλος και του 2014, ενώ στη διάρκεια της περιόδου άνοδος εισαγωγών καταγράφηκε μόνο το 2012 (προς το 2011) και το 2014 (προς το 2013), οπότε και σημειώθηκαν σημαντικές εισαγωγές πλοίων από Τρίτες Χώρες.
Το υψηλό 7ετίας εντοπίζεται το 2008 (64,1 δισ. ευρώ), ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφηκαν το 2013 (46,1 δις ευρώ). Να σημειωθεί ότι η αξία των εισαγωγών παραμένει στο στενό εύρος τιμών 46-47 δις ευρώ καθ’ όλη την περίοδο 2011-2014.
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι συνολικές πληρωμές της χώρας για εισαγόμενα προϊόντα ανήλθαν στα 325,7 δις ευρώ (-7,1% σε σχέση με την καταγεγραμμένη συνολική αξία των εισαγωγών από την ΕΛΣΤΑΤ, την ίδια περίοδο), ακολουθώντας έντονα πτωτική πορεία (-34,82% σε σχέση με το 2008 ή μέση ετήσια υποχώρηση κατά 6,15%).
Και στην περίπτωση των πληρωμών για εισαγωγές, το υψηλό 7ετίας εντοπίζεται το 2008 (63,8 δισ. ευρώ) και το χαμηλό το 2013 (39,76 δισ. ευρώ). Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του 2011, όπου τα έξοδα για εισαγωγές υπερέβησαν τη συνολική τους αξία, χαρακτηριστικό των πιέσεων από τους ξένους προμηθευτές για υψηλές προκαταβολές και άμεσες εξοφλήσεις παραγγελιών.
Αντίθετα με την πορεία της αξίας των εισαγωγών, σημαντικά πιο περιορισμένες είναι οι διακυμάνσεις του όγκου των εισαγωγών της χώρας για την ίδια περίοδο. Ειδικότερα, ο όγκος εισαγωγών εμφανίζεται μειωμένος κατά 13,96% το 2014 σε σχέση με το 2008 (έναντι μείωσης κατά 27,05% της αξίας των εισαγωγών), ακολουθώντας πτωτική μέση ετήσια μεταβολή της τάξης του 2,35%.
Τα χαμηλότερα επίπεδα από πλευράς όγκους εισαγωγών εντοπίζονται το 2012 (45 εκατ. τόνοι), ενώ τα υψηλότερα το 2008 (54,8 εκατ. τόνοι). Ωστόσο, από το 2011 και έπειτα καταγράφεται σχετική σταθεροποίηση στα επίπεδα των 45,5-46 εκατ. τόνων. Οριακά υψηλότερες είναι οι επιδόσεις το 2014, εξαιτίας των εισαγωγών πλοίων από Τρίτες Χώρες.
Τα στοιχεία του όγκου εισαγωγών αποτυπώνουν μία πιο συνεπή πορεία των εισαγωγών, πέρα από τις διακυμάνσεις ισοτιμιών νομισμάτων και διεθνών τιμών σε σημαντικούς κλάδους εξωτερικού εμπορίου, όπως για παράδειγμα τα καύσιμα.
Ως αποτέλεσμα της πορείας του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας κατά την περίοδο 2008-2014, σε ότι αφορά το εμπορικό της ισοζύγιο, από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει μείωση εμπορικού ελλείμματος κατά 53,8% στα 19,8 δις ευρώ (από 42,9 δις ευρώ το 2008). Μάλιστα, η μείωση αυτή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν υπήρξε η χειροτέρευση του ελλείμματος κατά την περυσινή χρονιά, για πρώτη φορά μετά από 6 συναπτά έτη βελτίωσης.
Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας μειώνονταν κατά μέσο όρο με ρυθμούς της τάξης του 11,5% για κάθε ένα από τα έτη της περιόδου 2008-2014.
Ακόμη πιο εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις στο εμπορικό ισοζύγιο, αν εξαιρεθούν από τον υπολογισμό εισαγωγών και εξαγωγών τα καύσιμα και κυρίως τα πετρελαιοειδή προϊόντα. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2008-2014 προκύπτει μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 58%, με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης -11,9%, στα 14,14 δισ. ευρώ το 2014 από 33,69 δισ. ευρώ το 2008. Και από τα στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου προκύπτει σταθεροποίηση των εισαγωγών στα επίπεδα των 29 δισ. ευρώ και των εξαγωγών προϊόντων στα επίπεδα των 16,5 δισ. ευρώ ετησίως.