Στην τελική ευθεία μπαίνει η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης ξεκαθαρίζει ότι αν δεν γίνουν δεκτές οι ελληνικές προτάσεις η κυβέρνηση είναι έτοιμη να προχωρήσει σε δημοψήφισμα.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα επιβιώσει ακόμη και αν δεν υπάρξει συμφωνία στις Βρυξέλλες, ενώ τονίζει πως είναι έτοιμη να πάει σε δημοψήφισμα.
«Δεν είμαστε καρφωμένοι στις καρέκλες μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών.
«Όπως έχω πει στον πρωθυπουργό μου, δεν είμαστε ακόμα κολλημένοι στις θέσεις μας. Μπορούμε να πάμε σε εκλογές, να καλέσουμε ένα δημοψήφισμα», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Βαρουφάκης, με την εφημερίδα να συμπληρώνει στη δήλωση του έλληνα υπουργού πως το δημοψήφισμα θα μπορούσε να είναι για την παραμονή στο ευρώ.
Υπό τον τίτλο «Η Αθήνα δεν θα ζητήσει άλλα δάνεια και δεν είμαστε κολλημένοι στις καρέκλες» ο Έλληνας υπουργός μιλάει για τη σημασία που έχει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την Ελλάδα, για τις επενδύσεις, για τους κινδύνους που προκαλούν οι συζητήσεις περί Grexit, για τις σχέσεις του με τον Μάριο Ντράγκι, αλλά και για την ρευστότητα δηλώνοντας ότι: «Μπορώ μόνον να πω ότι έχουμε τα αναγκαία χρήματα για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις, για τα υπόλοιπα θα δούμε».
«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ένα νέο δάνειο, δεν θα επιστρέψουμε στον μηχανισμό του δανείου έναντι ενός προγράμματος που πρέπει να σεβαστούμε» αναφέρει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών στην συνέντευξή του και συμπληρώνει: «Η ιδέα που προτείνουμε στους ευρωπαίους εταίρους είναι αυτή ενός σχεδίου που να ξαναδώσει στην Ελλάδα την δυνατότητα να αναπτυχθεί και να σταματήσει την ανθρωπιστική κρίση».
Αποσαφηνίζει ότι από τώρα μέχρι τον Ιούνιο θα πρέπει να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και στην συνέχεια θα πρέπει να αρχίσει μια δεύτερη φάση, ένα δεύτερο επίπεδο, με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Με ένα «συμβόλαιο για την ανάπτυξη που να βασίζεται σε μια λογική φορολογική προσέγγιση».
Τα κύρια σημεία που θέτει είναι «ένα αναθεωρημένο πρωτογενές πλεόνασμα, διότι εκείνο που προβλέφθηκε στο παρελθόν θα στραγγάλιζε την Ελλάδα, μια έξυπνη αναδιάρθρωση του χρέους και ένα πρόγραμμα επενδύσεων μεγάλης κλίμακας».
Ο υπουργός οικονομικών τονίζει ότι «η αντικατάσταση του σημερινού χρέους με ομόλογα συνδεδεμένα με την ονομαστική ανάπτυξη δεν αποτελεί μονομερή πράξη» και ότι «θα είχε ως ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα την αποστολή του μηνύματος ότι η Ευρώπη είναι εταίρος της Ελλάδας στην ανάπτυξη».
Σχετικά με το πρόγραμμα επενδύσεων, ο κύριος Βαρουφάκης υπογραμμίζει ότι «το μοντέλο του είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για όλη την Ευρώπη», από την στιγμή που «υπάρχει μεγάλη ρευστότητα, η ΕΤΕ μπορεί να εκδώσει μεγάλη ποσότητα ομολόγων, να συγκεντρώσει κεφάλαια των επενδυτών και να τα χρησιμοποιήσει για χρήσιμα, καλά σχέδια».
Στην ερώτηση ποια είναι η αντίδραση του Eurogroup στις προτάσεις αυτές, ο υπουργός Οικονομικών απαντά: «σιωπή. Επικρατεί σιωπή, η Ευρώπη προχωρεί βυθισμένη στην νωθρότητα. Είναι σαν ένα μεγάλο πλοίο που χρειάζεται καιρό για να αλλάξει πορεία. Και επιπλέον, αν η αλλαγή αυτή προέρχεται από μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς υπάρχει ο φόβος ότι από πίσω μπορεί να κρύβεται κάτι το ύποπτο».
Ο υπουργός Οικονομικών προσθέτει ότι «η Ελλάδα δεν επέστρεψε στην ύφεση, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ποτέ εξέλθει από αυτή και είναι αναληθές να υποστηρίζει, κανείς, το αντίθετο». Και διερωτάται: «ποιος θα έρθει στην Ελλάδα να επενδύσει αν γίνεται συνεχώς λόγος για Grexit. H αναφορά στο Grexit περιέχει δηλητήριο, και όταν σταματήσει – αυτό είναι μια πολιτική επιλογή – θα ακολουθήσει ιδιαίτερα θετική αντίδραση των αγορών, θα μπορούσαν ακόμη και να δημιουργηθούν φούσκες. Για τον λόγο αυτό η ανάπτυξη πρέπει να έχει ισχυρές βάσεις, και αυτές προέρχονται από μια συμφωνία με την Ευρώπη».
Ο επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών χαρακτηρίζει «τυπική», την σχέση του με τον Μάριο Ντράγκι και προσθέτει: «Προς την Ελλάδα η ΕΚΤ ακολουθεί την αρχή της πειθαρχικής προσέγγισης. Το 2012, σε συνθήκες κρίσης παρόμοιες αλλά με μια συντηρητική κυβέρνηση, έδειξε ευελιξία, αύξησε χωρίς κανένα πρόβλημα την δυνατότητα της κυβέρνησης να εκδίδει ομόλογα βραχυπρόθεσμης λήξης. Τώρα, όμως, μείωσε πολύ τα περιθώρια κινήσεών μας».
Απαντώντας, τέλος, στην ερώτηση «αν θεωρεί ότι τον Ιούλιο η ΕΚΤ θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα στα πλαίσια του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης (Quantitative Easing)», ο κ. Βαρουφάκης εξηγεί: «Θεωρώ ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έπρεπε να εφαρμόζεται εκεί όπου υπάρχει η μέγιστη έλλειψη ανάπτυξης. Αντιθέτως, θα αγοραστεί μεγάλη ποσότητα γερμανικών ομολόγων. Θεωρώ ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε αγοράσει χθες ελληνικά ομόλογα. Όχι αύριο. Θεωρώ τον Ντράγκι εξαιρετικό διοικητή, δεδομένης της κατάστασης περιορισμένης ελευθερίας στην οποία κινείται. Αλλά η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις: και η ΕΚΤ δεν πρέπει να προχωρεί σε κρίσεις πολιτικού περιεχομένου, πρέπει να μεταχειρίζεται όλες τις χώρες με τον ίδιο τρόπο».