«Το μεγαλύτερο εμπόδιο τους επόμενους μήνες θα είναι οι διαπραγματεύσεις για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας, ώστε να ικανοποιεί τόσο τους πιστωτές όπως και τους Έλληνες» υποστηρίζεται σε άρθρο του Μάρκους Γουόλκερ στη Γουόλ Στριτ Τζέρναλ.
Όπως επισημαίνεται, «η Ελλάδα και η υπόλοιπη Ευρωζώνη πέρασαν τον Φεβρουάριο προσπαθώντας να βρουν τη διαδικασία για τη διατήρηση της σταθερότητας στη χώρα, ενώ θα επιχειρήσουν την άνοιξη να διαπραγματευθούν έναν πολύ πιο δύσκολο ζήτημα, μια οικονομική πολιτική δηλαδή που θα ικανοποιεί τόσο τους πιστωτές, όπως και τους Έλληνες πολίτες».
Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «η συμφωνία, που επιτρέπει τη συνέχιση των συνομιλιών, ήταν δύσκολο να επιτευχθεί. Η επόμενη συμφωνία θα είναι ωστόσο πολύ δυσκολότερη, καθώς οι αόριστες ανακοινώσεις που επέτρεψαν τη συναίνεση, θα πρέπει να μετατραπούν σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις. Μέρος της καχυποψίας μεταξύ της Ελλάδας και των, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, πιστωτών, πηγάζει από την ιδεολογική διαφοροποίηση σχετικά με το τι έφταιξε σε αυτή τη μικρή, πληττόμενη χώρα, τα τελευταία πέντε χρόνια. Το Βερολίνο αποδίδει ευθύνες για την οικονομική κατάρρευση, που ακολούθησε του σχεδίου διάσωσης του 2010, στα δημοσιονομικά και άλλα αμαρτήματα που προΰπαρχαν. Η νέα ελληνική κυβέρνηση κατηγορεί το ίδιο το σχέδιο διάσωσης που μετέτρεψε μια χρηματοπιστωτική κρίση σε μια ολοκληρωτική ύφεση. Οι διαφορετικές αυτές ερμηνείες οδηγούν και σε διαφορετικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κατάστασης».
Σύμφωνα με το άρθρο στην αμερικανική εφημερίδα, «η εξεύρεση κοινού εδάφους θα αποτελέσει το κρίσιμο σημείο για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ενώ η εξεύρεσή του θα δοκιμασθεί σε τρία στάδια, εάν το ζητούμενο είναι να μην οδηγήσει το νέο δράμα της Ελλάδας στη δραχμή. Η πρώτη πράξη ήταν εάν η Αθήνα θα δέχονταν τους κανόνες του παιχνιδιού για τα σχέδια διάσωσης της ευρωζώνης, που σχεδιάστηκαν από τη Γερμανία, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι φορολογούμενοί της θα συνεχίζουν να χρηματοδοτούν τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, με αντάλλαγμα τις σκληρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις».
Ο αρθρογράφος σημειώνει στη συνέχεια ότι «το αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές στις 25 Ιανουαρίου με την υπόσχεση πως θα θέσει τέλος στην ταπείνωση της πενταετούς κηδεμονίας της Ελλάδας από ξένους τεχνοκράτες. Τον Φεβρουάριο, ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε ότι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια τραπεζική κρίση και ο έλεγχος κεφαλαίων ήταν να αποδεχθεί τον παραλογισμό των ελέγχων, των μεταρρυθμίσεων και της εκταμίευσης των δόσεων. Η δεύτερη πράξη θα είναι να συμφωνήσει και να εφαρμόσει οικονομικά μέτρα έως το καλοκαίρι, τα οποία θα ξεκλειδώσουν την απολύτως αναγκαία χρηματοδότηση, ξαναρχίζοντας και ολοκληρώνοντας το τρέχον σχέδιο διάσωσης».
Όπως τονίζει, «ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, θα πρέπει να μετατρέψει το πολιτικό πρόγραμμα που έστειλε στις Βρυξέλλες στις 23 Φεβρουαρίου -το οποίο αναφέρονταν στις φιλοδοξίες για καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και στην ελάφρυνση μέρους της οδύνης που προκάλεσε η ύφεση- σε συγκεκριμένα μέτρα που θα ικανοποιούν τις προτεραιότητες των πιστωτών: να αποκτήσει η Ελλάδα μια ευέλικτη και ανταγωνιστική οικονομία που θα μπορεί να εξυπηρετεί το τεράστιο δημόσιο χρέος. Η Αθήνα χρειάζεται χρηματοδότηση για να μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της, ενώ η επιθυμία των Ελλήνων να παραμείνουν στο ευρώ σημαίνει ότι οι πιστωτές συνεχίζουν να κρατούν τα περισσότερα χαρτιά. Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, θα πρέπει να περάσει τις επώδυνες υποχωρήσεις στους βουλευτές και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν αισθητή την αντίθεσή τους, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι μεγάλες μάχες για την οικονομική πολιτική. Ο σημαντικότερος λόγος αισιοδοξίας παραμένει το ότι κανείς δεν θέλει τη χρεοκοπία της Ελλάδας ή την έξοδό της από το ευρώ».
Ακολούθως, υπογραμμίζει ότι «η τρίτη πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί το τρέχον σχέδιο διάσωσης, θα είναι η συμφωνία για τη συνέχιση του προγράμματος που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της το καλοκαίρι και την επόμενη περίοδο, μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές ομολόγων. Ο προηγούμενος μήνας ήταν εξαιρετικά έντονος λόγω της ανοιχτής εχθρότητας μεταξύ της Αθήνας και του Βερολίνου, αλλά η επίτευξη συμφωνίας ήταν σχετικά απλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να αποδεχθεί ότι η διαδικασία του τρέχοντος σχεδίου διάσωσης ήταν η μόνη λύση, ενώ η Γερμανία έπρεπε να δεχθεί ότι οι διφορούμενες πολιτικές υποσχέσεις της Ελλάδας είναι επαρκείς, τουλάχιστον για τη συνέχιση των συνομιλιών. Για τη χρηματοδότησή της ωστόσο η Ελλάδα θα πρέπει να άρει την ασάφεια συμφωνώντας σε συγκεκριμένα μέτρα με τους θεσμούς, την παλιά τρόικα».
Καταλήγοντας, υποστηρίζει ότι «απαιτείται, επίσης, η έγκριση των μεταρρυθμιστικών μέτρων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -τον καθοριστικό ρόλο του οποίου έχει επιβάλλει η Γερμανία στα σχέδια διάσωσης- για την αποδέσμευση των δόσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, μέσα στην πληθώρα επιστολών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων στις συνομιλίες για την Ελλάδα, η σημαντικότερη ήταν εκείνη της διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προς τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, την περασμένη Δευτέρα. Σε αυτή, η κα Λαγκάρντ προειδοποιούσε ότι το πρόγραμμα άσκησης πολιτικής της Ελλάδας είναι ασαφές σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις, που το ΔΝΤ θεωρεί ουσιαστικές για την Ελλάδα, όπως τις συντάξεις, τους νόμους για την αγορά εργασίας, τον ΦΠΑ, τις ιδιωτικοποιήσεις και το ρυθμιστικό πλαίσιο των επιχειρήσεων».
Τέλος, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι «μέχρι σήμερα, οι μεγαλύτερες νίκες της Ελλάδας κατά τις συνομιλίες ήταν η αντικατάσταση των προτάσεων μέτρων του ΔΝΤ από άλλα μέτρα που πρότειναν οι κυβερνήσεις. Για να μπορέσει όμως η κυβέρνηση να ακολουθήσει το δικό της δρόμο, θα πρέπει να πείσει το ΔΝΤ ότι οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο αποτελεσματικές για την επίτευξη των ευρύτερων στόχων του προγράμματος ώστε να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική στο πλαίσιο του ευρώ. Το ΔΝΤ και το Βερολίνο παραμένουν έντονα επιφυλακτικοί».