Με τίτλο «Τι κέρδισε η Ελλάδα», ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, σε νέο άρθρο του στη Νιου Γιορκ Τάιμς, υποστηρίζει ότι «αν πιστέψουμε τα δελτία ειδήσεων και την αρθρογραφία των ημερών, θα πρέπει να σκεφτούμε πως συνέβη μια καταστροφή ή μια παράδοση από πλευράς του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στην Αθήνα. Ορισμένες παρατάξεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ προφανώς σκέφτονται έτσι. Αλλά, δεν ήταν. Αντίθετα, η Ελλάδα βγήκε από τις διαπραγματεύσεις αρκετά καλά, αν και οι μεγάλες μάχες δεν έχουν έρθει ακόμα» και σημειώνει: «Η Ελλάδα έχει κάνει μια χάρη στην υπόλοιπη Ευρώπη».
Ο κ. Κρούγκμαν, μεταξύ άλλων, διατυπώνει την άποψη ότι «για να αντιληφθούμε τι συνέβη, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως το κύριο θέμα της έριδος αφορά μόνο έναν αριθμό: το μέγεθος του ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος- η διαφορά μεταξύ των εσόδων και των κρατικών δαπανών, χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι για το χρέος».
Όπως επισημαίνει, «για την Ελλάδα, το να τρέξει ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, είναι ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα, λόγω της ύφεσης, που χρειάζεται όμως απίστευτες θυσίες. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστησε σαφές ότι προτίθεται να συνεχίσει να τρέχει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα. Εάν είστε θυμωμένοι ότι οι διαπραγματεύσεις δεν ανέστρεψαν πλήρως τη λιτότητα και δεν έγινε μια στροφή προς τα κεϋνσιανά δημοσιονομικά κίνητρα, τότε δεν δώσατε μεγάλη προσοχή».
Στη συνέχεια, αναφέρει ότι «το ερώτημα ήταν αν η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιβάλει ακόμη περισσότερη λιτότητα. Η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση είχε συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα, βάσει του οποίου το πρωτογενές πλεόνασμα θα τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, με τεράστιο κόστος για την οικονομία της χώρας και του λαού. Γιατί η όποια κυβέρνηση να συμφωνήσει σε ένα τέτοιο πράγμα; Λόγω φόβου; Ουσιαστικά, οι διαδοχικοί ηγέτες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα δεν έχουν τολμήσει να αμφισβητήσουν ακραίες απαιτήσεις των πιστωτών, υπό το φόβο ότι θα τιμωρηθούν, ότι οι πιστωτές θα κόψουν τις ταμειακές ροές τους ή, ακόμα χειρότερα, θα προκαλέσουν ζημιά στο τραπεζικό τους σύστημα και θα επιφέρουν πιο βάναυσες περικοπές στον προϋπολογισμό. Έτσι, οδήγησε την τωρινή ελληνική κυβέρνηση να μη δεχθεί αυτόν τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα κέρδισε νέα ευελιξία για το τρέχον έτος, καθώς και μια ασαφή γλώσσα για τα πλεονάσματα στο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε ή τίποτα».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «και οι πιστωτές δεν τράβηξαν το βύσμα. Αντ’ αυτού, έκαναν διαθέσιμη τη χρηματοδότηση της Ελλάδας μέσα στους επόμενους μήνες. Αυτό σημαίνει, αν θέλετε, πως τοποθέτησαν στην Ελλάδα ένα κοντό λουρί και ότι η μεγάλη μάχη για το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμα. Αλλά, η ελληνική κυβέρνηση δεν ενέδωσε στη βιασύνη, και αυτό από μόνο του είναι ένα είδος νίκης (για την Ελλάδα)».
Διερωτώμενος δε «γιατί, τότε, όλη αυτή η αρνητική αναφορά;», τονίζει:
«Για να είμαστε δίκαιοι, η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι το μόνο θέμα. Υπήρχαν και υπάρχουν επίσης διαμάχες σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας, όπου ζητήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ να μην αναστρέψει συμφωνίες, που ήδη έχουν γίνει, καθώς και για τα εργασιακά ζητήματα, όπου μερικές από τις “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” της εποχής της λιτότητας θα παραμείνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης συμφώνησε να πατάξει τη φοροδιαφυγή» και «αποτελεί μυστήριο για μένα, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ήττα για μια αριστερή κυβέρνηση».
Καταλήγοντας, ο Αμερικανός νομπελίστας σημειώνει: «Παρόλα αυτά, τίποτα απ’ αυτά που μόλις συνέβησαν δεν δικαιολογούν τη διάχυτη ρητορική της αποτυχίας. Στην πραγματικότητα, η αίσθησή μου είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ανίερη συμμαχία μεταξύ αριστερών τάσεων δημοσιεύσεων, που έχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες, και του οικονομικού Τύπου που αρέσκεται να μιλάει για ελληνική πανωλεθρία, διότι αυτό υποτίθεται θα έπρεπε να συμβεί με τους αλαζόνες πιστωτές. Αλλά, δεν υπήρχε πανωλεθρία. Προς το παρόν, τουλάχιστον, η Ελλάδα φαίνεται να έχει τελειώσει με τον κύκλο της πιο άγριας λιτότητας».
Τέλος, αναφέρει ότι επιπλέον, η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην επιβάλει κυρώσεις σε Γαλλία και Ιταλία για τα αυξημένα ελλείμματα, δείχνει ότι «κάτι αλλάζει» στην Ευρώπη, όσον αφορά την εμμονή με τη λιτότητα.