Την ικανοποίηση του επιχειρηματικού κόσμου για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της, εξέφρασε ο πρόεδρος του ΚΚΕ και ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Ο κ. Μίχαλος σε ομιλία του ενώπιον των μελών της διοίκησης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και των μελών του ΔΣ του ΕΒΕΑ και παρουσία του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Δημήτρη Μάρδα, υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση «ορθώς επέλεξε μια ρεαλιστική διαπραγματευτική θέση, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα», καθώς όπως εξήγησε, η Ελλάδα έχει «πολλά περισσότερα να κερδίσει από την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, παρά από την απομόνωση και την περιθωριοποίησή της».
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κάλεσε την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στην ανάκτηση της αναπτυξιακής της δυναμικής. «Η αβεβαιότητα που επικράτησε το προηγούμενο διάστημα προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην οικονομική δραστηριότητα. Η συνέχισή της θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη διατήρηση τόσο του πρωτογενούς πλεονάσματος, όσο και της ανάπτυξης που σημειώθηκε το 2014», επισήμανε.
Ο κ. Μίχαλος σημείωσε ότι η στήριξη των ασθενέστερων στρωμάτων αν και οφείλει να αποτελέσει προτεραιότητα, «προϋποθέτει την εξασφάλιση ικανών πόρων για τη χρηματοδότηση των σχετικών μέτρων». Οι πόροι αυτοί δεν μπορούν να προέλθουν από την αύξηση της φορολόγησης του ιδιωτικού τομέα. «Η μικρομεσαία επιχείρηση έχει εξαντλήσει πλέον κάθε περιθώριο φοροδοτικής ικανότητας και αντοχής», υπογράμμισε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΑ, μόνη επιλογή για την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής, είναι «η αύξηση του εθνικού εισοδήματος και των δημοσίων εσόδων».
Ο κ. Μίχαλος διαβεβαίωσε ότι το επιμελητήριο θα στηρίξει το έργο της κυβέρνησης με «τεκμηριωμένες προτάσεις και θέσεις» και προχώρησε στην απαρίθμηση των θεμάτων που κατά τον ίδιο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα:
– Διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος: Είναι το βασικό «χαρτί» της χώρας, στην προσπάθεια να επιστρέψει στις αγορές και να απεξαρτηθεί από τη στήριξη των εταίρων της. Είναι επίσης σημαντικό για να διασφαλιστεί η εικόνα φερεγγυότητας της Ελλάδας, να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε κεφάλαια και η εξωστρεφής δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
– Το αίτημα της κυβέρνησης για ελάφρυνση του δημοσίου χρέους και χαμηλότερους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι απόλυτα δίκαιο και ρεαλιστικό. Θα πρέπει όμως να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι αυτοί θα τηρούνται. Όχι γιατί το απαιτούν οι εταίροι μας, αλλά γιατί το επιβάλλει το συμφέρον της χώρας.
– Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και το δημόσιο. Το μέτρο της ρύθμισης είναι σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι ωστόσο απαραίτητο:
Να είναι σαφώς κοστολογημένο, ώστε να αποφευχθούν στη συνέχεια δυσάρεστες εκπλήξεις και να απαιτηθούν μέτρα που – τελικά – θα αντισταθμίσουν το όποιο όφελος.
Να ληφθούν παράλληλα μέτρα για να αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος και να αποφευχθούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, σε βάρος των συνεπών επιχειρήσεων. Θα πρέπει να προβλεφθούν συγκεκριμένες ελαφρύνσεις ή bonus για τις συνεπείς επιχειρήσεις, των οποίων το όφελος θα είναι ίσο με αυτό που προβλέπεται για τους οφειλέτες.
– Φορολογική πολιτική: επαναλαμβάνουμε το πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου για ένα απλό, σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα, το οποίο θα ευνοεί την ανάπτυξη:
Συντελεστή 15% στο σύνολο των φορολογητέων κερδών για τα νομικά πρόσωπα.
Αναβάθμιση του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ως προς τα πρόστιμα και τους ελέγχους.
Σταδιακή μείωση συντελεστών ΦΠΑ.
Απαλλαγή από ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις με ετήσια ακαθάριστα έσοδα ως 25.000 ευρώ.
Ριζική αναμόρφωση της φορολογίας ακινήτων.
– Η υπερφορολόγηση οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα, όχι καθώς δημιουργεί ισχυρό κίνητρο για φοροδιαφυγή. Αυτό που χρειάζεται είναι η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και η άσκηση σοβαρής εποπτείας στην αγορά.
– Τολμηρό πρόγραμμα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Η χώρα χάνει ως τώρα έσοδα ύψους 10 δισ. ευρώ ετησίως από ΦΠΑ που δεν αποδίδεται. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικά μέτρα για την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών:
Προώθηση του μέτρου της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
Θέσπιση υποχρεωτικής εγκατάσταση/χρήση του ειδικού τερματικού (POS) από εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, με επιδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους.
Διασφάλιση του χαμηλότερου δυνατού ύψους προμήθειας εκ μέρους των τραπεζών.
Παροχή κινήτρων προς τους καταναλωτές, με γενναίες επιστροφές για τους φορολογούμενους που χρησιμοποιούν χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες στις συναλλαγές τους.
– Αποτελεσματικότερες δράσεις κατά του παραεμπορίου. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που ανέρχεται σε 25 δισ. ευρώ ετησίως. Πέραν του αθέμιτου ανταγωνισμού που δημιουργεί, στερεί από το δημόσιο έσοδα ύψους άνω των 6 δισ. Ευρώ ετησίως, μόνο από ΦΠΑ.
Σύσταση Ειδικού Σώματος Δίωξης Παραεμπορίου.
Αυστηρότεροι έλεγχοι στα τελωνεία με εγκατάσταση ειδικών x-ray scanners σε λιμάνια και συνοριακές πύλες.
Αυστηροί έλεγχοι στις αποθήκες όπου συγκεντρώνονται τα εμπορεύματα του παραεμπορίου, καθώς και στο δίκτυο πώλησης όσων προμηθεύουν τους παράνομους μικροπωλητές, πριν αυτά φθάσουν στον τελικό καταναλωτή.
– Πάταξη του λαθρεμπορίου στα καύσιμα. Η δραστηριότητα αυτή στερεί ετησίως 300 με 500 εκατ. ευρώ από τα ταμεία του δημοσίου.
Πλήρης εφαρμογή του συστήματος εισροών – εκροών σε όλη τη χώρα.
Αυστηρότεροι έλεγχοι κατά της παράνομης εμφιάλωσης υγραερίου.
Ενίσχυση των Κλιμακίων Ελέγχου Διακίνησης και Αποθήκευσης Καυσίμων.
Αυστηρότεροι έλεγχοι κατά των εικονικών εξαγωγών καυσίμων, καθώς και της παράνομης διακίνησης ναυτιλιακών καυσίμων.
Μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης. Το μέτρο αποδείχθηκε αποτυχημένο, καθώς η μείωση της κατανάλωσης οδήγησε σε υψηλότερες απώλειες στα δημόσια έσοδα.