Υπέρ της αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τάσσεται το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου και επικεφαλής οικονομολόγος της κ. Πέτερ Πράετ, με συνέντευξη που έδωσε στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Borsen – Zeitung.
Το κορυφαίο στέλεχος της ΕΚΤ τόνισε ότι σήμερα πληρούνται οι δύο όροι που έχει θέσει η κεντρική τράπεζα για τη λήψη περαιτέρω μέτρων, ενώ αναφέρεται και στις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν συζητηθεί για την αγορά των κρατικών ομολόγων, μεταξύ των οποίων είναι, όπως δήλωσε, και οι αγορές τίτλων ανάλογα με το ύψος του χρέους κάθε χώρας. Ο κ. Πράετ τόνισε ότι η ΕΚΤ είναι αναγκασμένη να δράσει, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος διαιώνισης μίας κατάστασης της ευρωπαϊκής οικονομίας με πολύ χαμηλή ανάπτυξη και χαμηλό πληθωρισμό, την οποία περιέγραψε ως μία κευνσιανού τύπου «ισορροπία με υποαπασχόληση» (underemployment equilibrium).
Η εντολή της ΕΚΤ, έκανε σαφές ο αξιωματούχος, είναι να επιτύχει τον στόχο της που είναι πληθωρισμός λίγο κάτω από το 2% και επομένως πρέπει να λάβει μέτρα στην κατεύθυνση αυτή, ανεξάρτητα από το αν οι χώρες της Ευρωζώνης κάνουν το δικό τους καθήκον όσον αφορά την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών.
«Αυτό που μας ανησυχεί όλο και περισσότερο και εξηγεί την έννοια του επείγοντος που έχει εκφράσει ο Πρόεδρος Μάριο Ντράγκι είναι ο πολύ μεγάλος κίνδυνος, ότι μετά από επτά χρόνια κρίσης και πολύ κακών οικονομικών επιδόσεων στην Ευρωζώνη οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες τους για την ανάπτυξη και τις προσαρμόζουν σε μία ασθενική ανάπτυξη και σε χαμηλό πληθωρισμό», δήλωσε ο κ. Πράετ, προσθέτοντας: «Σε κάποιο βαθμό αυτό υλοποιείται ήδη: Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να προσαρμόζονται «σε μία οικονομία με 1% ανάπτυξη και 1% πληθωρισμό».
Συνεχίζοντας, ο κ. Πράετ δήλωσε: «Πριν από την κρίση, είχαμε ενδεχομένως υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες για την ανάπτυξη. Τώρα, έχουμε το αντίθετο. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι αυτή η απαισιοδοξία για την ανάπτυξη θα διαιωνίσει τη σημερινή κατάσταση ασθενούς ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού… Οι χώρες με υψηλό χρέος θα είναι ακόμη δυσκολότερο να το μειώσουν χωρίς αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ τους… Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, τόσο μεγαλύτερη είναι η μακροπρόθεσμη ζημιά – και όχι τελευταία για την απασχόληση. Στο τέλος, υπάρχει ο κίνδυνος ενός πραγματικού οικονομικού φαύλου κύκλου: Υπάρχουν λιγότερες επενδύσεις που μειώνουν τη δυνητική ανάπτυξη, το μέλλον γίνεται πιο δυσοίωνο και συνεπώς οι επενδύσεις μειώνονται περαιτέρω».
Αναφερόμενος στην προοπτική λήψης νέων μέτρων από την ΕΚΤ, ο κ. Πράετ δήλωσε: «Τονίζουμε πάντοτε ότι υπάρχουν δύο όροι για να προχωρήσουμε σε νέα μέτρα: Πρώτον, ότι τα μέτρα που έχουμε λάβει έως τώρα δεν ήταν αρκετά για να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα – δηλαδή, δεν είναι επαρκή όσον αφορά την αύξηση του ισολογισμού μας για τη στήριξη της οικονομίας που είναι αναγκαία με τις σημερινές συνθήκες. Δεύτερον, ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό έχουν επιδεινωθεί από τότε που αποφασίσαμε τα προηγούμενα μέτρα. Τώρα ισχύουν λίγο και οι δύο αυτοί όροι… Δηλαδή, απ’ όσο γνωρίζουμε – μετά και τον δεύτερο γύρο των δανείων που έδωσε η ΕΚΤ στις τράπεζες (TLTRO) – υπάρχει ο κίνδυνος ότι δεν θα επιτύχουμε τον επιδιωκόμενο βαθμό νομισματικής διευκόλυνσης. Και, επίσης, το επιτελείο της ΕΚΤ έχει αναθεωρήσει σημαντικά προς τα κάτω τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση και να αναρωτηθούμε αν έχουμε κάνει αρκετά. Η έννοια του επείγοντος εκφράσθηκε όταν δηλώσαμε ότι θα επανεξετάσουμε την κατάσταση στις αρχές του 2015».
Ο κ. Πράετ σημείωσε ότι μόνο με την αγορά κρατικών ομολόγων, η οποία είναι η μόνη σημαντικού μεγέθους, μπορεί η ΕΚΤ να αυξήσει τον ισολογισμό της, σύμφωνα με τις επιδιώκεις της. «Η σύνθεση, το μέγεθος και ο ρυθμός των αγορών συνδέονται στενά», είπε, προσθέτοντας: «Εάν αγοράσουμε στοιχεία ενεργητικού από μία προβληματική αγορά (impaired market) με ένα υψηλό επασφάλιστρο ρευστότητας (liquidity premium), το άμεσο αποτέλεσμα στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα είναι πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με την αγορά μόνο των ασφαλών στοιχείων με αξιόχρεο ΑΑΑ σε αγορές που λειτουργούν καλά. Εάν τελικά αποφασισθεί να αγοράσουμε τα πολύ ασφαλή στοιχεία ενεργητικού, θα είναι σαφές ότι το μέγεθος που πρέπει να επιδιώξουμε θα είναι μεγαλύτερο».
Στην ερώτηση ότι η αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ θα σημάνει και αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, όπως και η έκδοση ευρωομολόγων που απορρίπτονται από τη Γερμανία, ο κ. Πράετ απάντησε: «Η νομισματική πολιτική συνεπάγεται γενικά κοινή ανάληψη κινδύνων. Αυτό ισχύει και για τις πράξεις αναχρηματοδότησης που κάνουμε: Εάν υπάρξουν ζημιές, τις αναλαμβάνουμε συλλογικά.
Όταν δεν υπάρχει μία δημοσιονομική ένωση, οι δυνητικές αγορές κρατικών ομολόγων εγείρουν συγκεκριμένα ζητήματα που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει με διαφορετικούς τρόπους». Ο κ. Πράετ διευκρίνισε ότι δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση από την ΕΚΤ για τα ζητήματα αυτά. «Μία θεωρητική δυνατότητα θα ήταν να αγοράζουμε ανάλογα με το υφιστάμενο ύψος του χρέους. Αυτό θα δημιουργούσε μικρότερη στρέβλωση των σχετικών τιμών και η επίπτωση στον πληθωρισμό θα ήταν μεγαλύτερη – αλλά αυτό επίσης θα επέφερε έναν μεγαλύτερο βαθμό κοινής ανάληψης κινδύνων στην Ένωση καθώς και μεγαλύτερο ηθικό κίνδυνο. Μία άλλη εναλλακτική είναι η αγορά ομολόγων χωρίς κοινή ανάληψη κινδύνου σε περίπτωση που υπάρξει χρεοκοπία. Συνεπώς, μιλώντας θεωρητικά, υπάρχει η εναλλακτική ελαχιστοποίησης του κινδύνου με την αγορά μόνο ομολόγων μα αξιόχρεο ΑΑΑ».
Η ραγδαία μείωση των τιμών του πετρελαίου θα επηρεάσει σημαντικά τις αποφάσεις της ΕΚΤ, τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της. «Θεωρώ ότι η τιμή του πετρελαίου και οι συνέπειές της θα είναι πολύ σημαντικές για σύνοδο της ΕΚΤ τον Ιανουάριο… Με τις πρόσφατες τιμές πετρελαίου, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα είναι ακόμη χαμηλότερος, σημαντικά χαμηλότερος απ΄ότι αναμέναμε έως τώρα. Αυτό ισχύει ιδίως για το 2015, καθώς το αποτέλεσμά τους αντιστοιχεί σε 0,3% έως 0,4% που μπορεί να σημαίνει αρνητικό πληθωρισμό για μεγάλο διάστημα του 2015».
Στην ερώτηση ότι στην Ιταλία και κάποιες άλλες χώρες γίνονται θερμές συζητήσεις για την έξοδό τους από το ευρώ, ο κ. Πράετ απάντησε: «Πραγματικά, αυτό είναι κάτι αδιανόητο».