«Η πορεία της ελληνικής οικονομίας από τα μέσα του 2013 και ιδιαίτερα κατά το 1ο εξάμηνο του 2014 είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς βλέπουμε να επιταχύνεται η πορεία εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και να ενισχύονται οι ενδείξεις για καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης από το γ’ τρίμηνο του έτους», αναφέρεται σε ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς.
«Ταυτόχρονα, και το σκέλος της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεταρρυθμίσεων συνεχίζει να καταγράφει πρόοδο- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω επιτάχυνση της βελτίωσης.
Καθώς λοιπόν η ελληνική οικονομία αλλά και η ελληνική κοινωνία γενικότερα ξεπερνά οριστικά τα χειρότερα σενάρια του (πολύ) πρόσφατου παρελθόντος, οφείλουμε να προβληματιστούμε ουσιαστικά πάνω στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τους παράγοντες οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών», προσθέτουν οι αναλυτές της Τράπεζας.
«Μια από τις βασικές μεθοδολογίες εκπόνησης μακροοικονομικών προβλέψεων βασίζεται στα λεγόμενα «αυτοπαλίνδρομα» στατιστικά υποδείγματα, όπου οι μελλοντικές εκτιμήσεις μιας μεταβλητής όπως π.χ το ΑΕΠ, βασίζονται σε μια προβολή των πρόσφατων τιμών της ίδιας της μεταβλητής έως ότου οι προβλέψεις συγκλίνουν σε ένα επίπεδο ισορροπίας το οποίο προσδιορίζεται από το μακροχρόνιο μέσο όρο όλων των τιμών της μεταβλητής.
Με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, η εφαρμογή των αυτοπαλίνδρομων υποδειγμάτων μας οδηγεί σε προβλέψεις για ΑΕΠ άνω του 2% στα τέλη του 2014 και σε ρυθμούς ανάπτυξης μεσοσταθμικά κοντά στο 3% για το 2015.
Ωστόσο o πυρήνας του προβληματισμού μας δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια μηχανική εφαρμογή κάποιων στατιστικών μοντέλων με σκοπό να επιβεβαιωθούν οι «επίσημες» προβλέψεις για ανάπτυξη 0,6%.
Αντίθετα ο κεντρικός πυρήνας του προβληματισμού μας θα πρέπει να ξεπερνά τις αυτοπαλίνδρομες προβολές των πρόσφατων εξελίξεων στο μέλλον και να εστιάζεται στην ταυτοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων οι οποίοι θα καθορίσουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανάλυση.
Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τέσσερις παράγοντες που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να έχουν λάβει την προσοχή και δημοσιότητα που τους αξίζει, όπως τονίζεται:
1) Ανάγκη για μετάβαση σε υψηλότερα επίπεδα προληπτικής αποταμίευσης (Precautionary Saving)
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στην ανάκαμψη της ιδιωτικής (αλλά και της δημόσιας) κατανάλωσης. Το γεγονός αυτό μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητό μετά από 24 τρίμηνα συνεχούς συρρίκνωσης του ΑΕΠ. Ωστόσο σε μακροχρόνιο ορίζοντα πιστεύουμε ότι αυτή η αύξηση της κατανάλωσης θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί για δύο κυρίως λόγους. Αρχικά η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ήταν δύσκολο να βασιστεί στην επέκταση της κατανάλωσης καθώς ο λόγος αποταμίευσης είναι ήδη έντονα αρνητικός, γεγονός που καταδεικνύει ότι η τρέχουσα κατανάλωση των νοικοκυριών υπερβαίνει το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα τους. Συνεπώς η διατήρηση του τρέχοντος βιοτικού επιπέδου μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσα από την ανάλωση καταθέσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, αλλά ακόμα πιο σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η συνειδητοποίηση εκ μέρους των νοικοκυριών του κατά πόσο θα πρέπει να αυξήσουν την λεγόμενη προληπτική αποταμίευση ή αποταμίευση πρόνοιας (precautionary saving). Η αύξηση της αποταμίευσης πρόνοιας είναι απαραίτητη προκειμένου τα νοικοκυριά να αντισταθμίσουν τις μεγάλες απομειώσεις στην περιουσιακή τους κατάσταση, κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας τους. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι ότι η προληπτική αποταμίευση θα πρέπει να αυξηθεί για να αντιμετωπισθεί η μεγάλη απώλεια μελλοντικών μεταβιβάσεων από το δημόσιο (λόγω της μεγάλης μείωσης των συντάξεων) αλλά και των μεταβιβάσεων σε είδος (λιγότερες καλύψεις σε ιατροφαρμακευτική δαπάνη, περίθαλψη κλπ). Συνεπώς εάν τα νοικοκυριά θέλουν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης και στο μέλλον θα πρέπει να θυσιάσουν τωρινή κατανάλωση και να αυξήσουν την αποταμίευση τους για το μέλλον. Η αύξηση της τάσης για αποταμίευσης από πλευράς των νοικοκυριών μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στο μέτρο και στο βαθμό που άλλα τμήματα της οικονομίας, όπως οι επιχειρήσεις και το δημόσιο, είναι διατεθειμένα να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών για παραγωγικές επενδύσεις. Εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί το αποτέλεσμα της πρόθεσης των νοικοκυριών για αποταμίευση θα αποτελέσει τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη καθώς θα δημιουργήσει συνθήκες ασθενούς εσωτερικής ζήτησης (αλλά και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
2) Εξέλιξη επενδύσεων
Με βάση τα παραπάνω η μειωμένη ζήτηση από πλευράς των νοικοκυριών θα πρέπει να αντισταθμιστεί με αύξηση των επενδύσεων από πλευράς επιχειρήσεων και δημοσίου. Για αυτό τον λόγο η εξέλιξη των επενδύσεων -όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει από πλευράς μας- διαδραματίζει έναν καίριο ρόλο στις προβλέψεις της τρόικας για την ελληνική οικονομία. Όλες οι επίσημες προβλέψεις τόσο του ΔΝΤ όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζουν τα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από την ύφεση σε μια έκρηξη των επενδύσεων του ιδιωτικού κυρίως τομέα. Η προσέγγιση αυτή έχει αποδειχθεί συστηματικά μη ρεαλιστική καθώς οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες οποιασδήποτε συνάρτησης επενδύσεων είναι τα πραγματικά επιτόκια -τα οποία προσδιορίζουν το κόστος κεφαλαίου- και η εσωτερική ζήτηση- η οποία επηρεάζει την απόδοση του κεφαλαίου. Και για τους δυο αυτούς παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα βελτίωσης τους, έτσι ώστε οι ιδιωτικές επενδύσεις σε συνδυασμό με το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων να αποτελέσουν ουσιαστικούς μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
3) Προσαρμογή στα νέα επιχειρηματικά δεδομένα
Ο συνδυασμός της αυξημένης ανάγκης για αποταμίευση ασφάλειας των νοικοκυριών και της αυξημένης επίβλεψης του τραπεζικού κλάδου από την ΕΚΤ και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό δημιουργεί νέες συνθήκες και νέα δεδομένα λειτουργίας ολόκληρου του επιχειρηματικού κόσμου, οι οποίες δεν έχουν- κατά την γνώμη μας- αξιολογηθεί πλήρως. Πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει:
i) να προσαρμοστούν σε συνθήκες μειωμένης εσωτερικής ζήτησης, η οποία θα πρέπει να αναπληρωθεί με ζήτηση από το εξωτερικό δηλαδή εξαγωγές. Το γεγονός αυτό σημαίνει επαναπροσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας από παραδοσιακούς κλάδους που βασίζονταν στην εσωτερική ζήτηση πχ οικοδομή, λιανικές πωλήσεις, υπηρεσίες προς νοικοκυριά, σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο επαναπροσανατολισμός αυτός είναι πολύ εύκολο να ειπωθεί στα πλαίσια μιας μελέτης. Ωστόσο η υλοποίηση του απαιτεί συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια όλων των φορέων επιχειρηματικότητας με ορίζοντα άνω της δεκαετίας. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισης της «δομικής» ανεργίας στους παραδοσιακούς κλάδους που θα πρέπει να εγκαταλειφθούν.
ii) Συνεπακόλουθο της ασθενούς εσωτερικής ζήτησης θα είναι και ο περιορισμός της τιμολογιακής δύναμης των επιχειρήσεων, το οποίο σημαίνει ότι το υφιστάμενο περιβάλλον του «αντιπληθωρισμού» θα μας συνοδεύει για αρκετό διάστημα. Μέσα σε ένα τέτοιο αντιπληθωριστικό περιβάλλον, η βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν θα μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης των τιμών αλλά μέσω της αύξησης του όγκου των πωλήσεων (ακόμη και σε μειωμένες τιμές).
iii) Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έχει αρχίζει να αλλάζει ριζικά η φιλοσοφία της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με άμεση συνέπεια τη στροφή των τραπεζών σε χρηματοδοτήσεις βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα. Άμεση συνέπεια αυτής της μεταβολής θα είναι η ανάγκη για αυξημένη ίδια συμμετοχή των Ελλήνων επιχειρηματιών με ίδια ή εξωτραπεζικά κεφάλαια στη χρηματοδότηση μακροχρόνιων επενδυτικών σχεδίων και υψηλότερους δείκτες ιδίων κεφαλαίων στις ελληνικές επιχειρήσεις.
4) Εκλογίκευση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους
Τέλος, δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε τη σημαντική αρνητική επίδραση που κατά την άποψη μας θα έχει, τόσο για τις δημόσιες επενδύσεις όσο και για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, η χρησιμοποίηση των σημαντικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους του ελληνικού δημοσίου.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, μόνο μέσα στην τριετία 2014-2016 θα δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 17,2 δισ. ευρώ ενώ μαζί με ANFA & SMP και Αποκρατικοποιήσεις το ποσό αυτό θα φτάσει τα 30,5 δισ. ευρώ.
Η εκροή πάνω από 30 δισεκατομμυρίων μέσα σε μια τριετία εάν δεν αντισταθμιστεί από αντίστοιχες εισροές στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα οδηγήσει σε σημαντική απώλεια ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και συρρίκνωση της καταθετικής βάσης του τραπεζικού συστήματος.
Αντίθετα παραμονή των κεφαλαίων αυτών στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να τονώσει την εσωτερική ζήτηση και να υπερδιπλασιάσει τις δημόσιες επενδύσεις συμβάλλοντας πολλαπλασιαστικά στην ισχυροποίηση της οικονομίας.