Η Ιταλία, που ασκεί αυτό το εξάμηνο την εναλλασσόμενη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέστειλε μια επιστολή στους ευρωπαίους εταίρους της ζητώντας να δημοσιοποιηθούν τα απόρρητα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ για τη σύναψη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η διαφάνεια.
Στην επιστολή αυτή, την οποία συνυπογράφουν ο ιταλός υφυπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης Κάρλο Καλέντα και ο ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Κάρελ ντε Χουχτ, η ιταλική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της δημοσιοποίησης των εγγράφων αυτών προκειμένου «να βελτιωθεί η ενημέρωση και η κατανόηση του κοινού όσον αφορά τους σκοπούς των συνομιλιών για την επίτευξη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ».
Ο Καλέντα πρόσθεσε ότι η Ιταλία θα «προσπαθήσει να βελτιώσει την επικοινωνία σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας, ώστε κατά διαστήματα να ενημερώνεται ο ευρωπαϊκός λαός για το πώς προχωρούν οι διαπραγματεύσεις».
Ο ιταλός υφυπουργός σημείωσε ότι απέστειλε μια επιστολή στους ευρωπαίους συναδέλφους του ζητώντας τους να υποστηρίξουν την πρότασή του.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματεύεται στο όνομα των 28 χωρών μελών της ΕΕ με τις ΗΠΑ για την επίτευξη της συμφωνίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, αν και κάποια μέρη της έχουν διαρρεύσει κυρίως στο Διαδίκτυο.
Οι επικριτές της συμφωνίας αυτής καταγγέλλουν ότι οι συζητήσεις για την επίτευξη της Διατλαντικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) καλύπτονται από ένα πέπλο μυστηρίου και ισχυρίζονται ότι από τη συμφωνία θα επωφεληθούν οι μεγάλες εταιρείες εις βάρος των καταναλωτών.
Οι υποστηρικτές της επισημαίνουν ότι αυτή θα δημιουργήσει τη μεγαλύτερη περιοχή ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, δίνοντας μια ώθηση στην ανάπτυξη και την αύξηση των θέσεων εργασίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Μέχρι στιγμής από τον Ιούλιο του 2013 έχουν πραγματοποιηθεί έξι γύροι διαπραγματεύσεων, ο τελευταίος εκ των οποίων ολοκληρώθηκε στα μέσα Ιουλίου, όμως δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος.
Η ΕΕ ελπίζει οι διαπραγματεύσεις να ολοκληρωθούν την επόμενη χρονιά, πριν το τέλος της δεύτερης θητείας του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.