Μακριά από το ραντάρ της Εφορίας βρίσκονται οι κινήσεις στις καταθέσεις και οι μεταβιβάσεις ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν προ πενταετίας, ακόμη και αν προκύπτει φοροδιαφυγή, από στοιχεία των φορολογικών ελέγχων.
Νεότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώνει ακόμα και ευρήματα των ελέγχων που πραγματοποίησε το ΣΔΟΕ δένοντας τα χέρια των φοροελεγκτών, στις περιπτώσεις ελέγχων παλαιών υποθέσεων, ηλικίας άνω των πέντε ετών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο πατάει πάνω στο χαρακτηρισμός των στοιχείων που βρίσκουν οι ελεγκτές, ως «συμπληρωματικά», τα οποία με βάση τη νομοθεσία και τη νομολογία, θα πρέπει να εντοπίζονται εντός της πενταετίας, που είναι κανονικός ορίζοντας της παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων. Μετά την παρέλευση πενταετίας, ο φορολογικός έλεγχος δεν μπορεί να καταλογίσει παραβάσεις, για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Με τον όρο «συμπληρωματικά στοιχεία» νοούνται εκείνα τα οποία δεν μπορούσαν να ήταν σε γνώση των ελεγκτικών αρχών και εφόσον ανακύπτουν από τον έλεγχο, η παραγραφή της υπόθεσης, εκτείνεται πάνω από την πενταετία μέχρι και τη δεκαετία.
Με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ και άλλων δικαστηρίων, ως «συμπληρωματικά στοιχεία» δεν μπορούν να θεωρηθούν εκείνα, στα οποία η Εφορία θα μπορούσε να έχει πρόσβαση, αλλά δεν το έπραξε, μέσα στην πενταετία.
Με τη νέα απόφαση (1348/2020) του Β’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, τίθενται στο απυρόβλητο των φορολογικών ελέγχων τόσο οι μεταβιβάσεις ακινήτων (αγοραπωλησίες, δωρεές, γονικές παροχές) όσο και οι τραπεζικές καταθέσεις, εφόσον υπερβαίνουν τα πέντε έτη. Ειδικότερα, μετά την προσφυγή φαρμακευτικής εταιρείας στο ΣτΕ έκρινε ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία:
- Οι μεταβιβάσεις ακινήτων που έγιναν προ πενταετίας, για τις οποίες δεν μπορεί να ελεγχθεί η φορολογική νομιμότητά τους, αφού η Εφορία είχε το περιθώριο και τη δυνατότητα πρόσβασης, ώστε να ελέγξει τις υποθέσεις εντός της πενταετίας.
- Οι κινήσεις των καταθέσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ελεγχόμενου, πέραν της πενταετίας, ακόμη και αν από έλεγχο του ΣΔΟΕ (όπως στην προκειμένη κρινόμενη υπόθεση) διαπιστωθεί ότι οι κινήσεις των τραπεζικών καταθέσεων δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματα.