Την άποψη ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ανάγκη από διαγραφή μέρους του χρέους της, εκφράζει ο David Shipley, αρθρογράφος του πρακτορείου Bloomberg, συστήνοντας στους Ευρωπαίους να μάθουν από τα λάθη τους.
Η ελληνική κυβέρνηση και οι πιστωτές παλεύουν με τα χρέη της χώρας για ακόμη μία φορά.
Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι η τελευταία φορά. Υπό αυτά τα δεδομένα η επόμενη συμφωνία δεν θα επιτύχει περισσότερο από τις προηγούμενες.
Όταν η Ελλάδα το 2010 έλαβε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα διάσωσης στην ιστορία, το έκανε με αντάλλαγμα τη δημοσιονομική λιτότητα.
Ωστόσο τα χρέη της δεν μειώθηκαν.Οι πιστωτές απέφυγαν τυχόν διαγραφές, με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι το πρόγραμμα ήταν πολύ φιλόδοξο με τεράστια επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογουμένων.
Μάλιστα προειδοποιούσαν ότι αυτό δεν ήταν ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά βιώσιμο, και ότι πρέπει οι πιστωτές να αναλάβουν απώλειες.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο είχαν δίκιο τότε, και μάλιστα εξακολουθούν να έχουν. Οι Ευρωπαίοι απάντησαν στις επικρίσεις αυτές με μια περιορισμένη διαγραφή χρέους, με επέκταση των προθεσμιών εξόφλησης και μείωση των επιτοκίων, αλλά το βασικό μοτίβο δεν είχε αλλάξει.
Το αποτέλεσμα αυτού ήταν το χρέος στην Ελλάδα να συνεχίζει να αυξάνεται. Μάλιστα, σήμερα ανέρχεται σε περίπου 180% του ΑΕΠ, επίπεδα σαφώς μη βιώσιμα.Η νέα στήριξη είναι υπό συζήτηση, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg.
Μελετούν το ενδεχόμενο επέκτασης της διάρκειας των ελληνικών δανείων , έως 50 έτη, και μείωση του επιτοκίου που καταβάλλεται κατά 0,5%.
Στο πακέτο συζητούν να συμπεριλάβουν ένα άλλο δάνειο διάσωσης, προσθέτοντας 15 δισ. ευρώ. Όλα αυτά μπορεί να κρατήσουν την Ελλάδα σε μια τροχιά προσαρμογής, ώστε ο στόχος του χρέους στο 124% μέχρι το 2020 να παραμείνει, ωστόσο, όπως έχουμε δει και τις προηγούμενες φορές, η αριθμητική έχει αποτύχει επειδή η πολιτική και η οικονομία αρνούνται να συνυπάρξουν.
Χωρίς τη μείωση του χρέους, το νέο πρόγραμμα δεν είναι πιο πιθανό να εφαρμοστεί με συνέπεια.