Δεν υπάρχουν, ακόμη, σαφείς ενδείξεις ορατής ανάκαμψης της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας το 2014, μολονότι εφέτος συμπληρώθηκε μια εξαετία συνεχούς συρρίκνωσης, που τη «γύρισε» σε επίπεδα παραγωγής περίπου 27% χαμηλότερα από εκείνα του 2005 και έχει στοιχίσει, μεταξύ άλλων, περισσότερες από 200.000 θέσεις εργασίας, ζημιές της τάξεως των 10 δισ. ευρώ και πλήρη ή μερική απαξίωση και καταστροφή χιλιάδων βιοτεχνικών, αλλά και μεσαίου, μικρού και μεγάλου μεγέθους βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Οι διαπιστώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τις οποίες έχει ανακτηθεί σχεδόν το σύνολο των απωλειών ανταγωνιστικότητας παλαιότερων ετών, δεν βρίσκουν ακόμη αντίκρισμα στην εξέλιξη των συνολικών παραγωγικών και οικονομικών μεγεθών του βιομηχανικού τομέα.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Άγγελος Τσακανίκας, διευθυντής ερευνών του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), είναι γεγονός ότι στη διάρκεια του 2013 το επιχειρηματικό κλίμα στη βιομηχανία ανέκαμψε. Σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών του Ιδρύματος, είναι λογικό υπό προϋποθέσεις να ελπίζει κανείς, ιδιαίτερα εφόσον επαληθευτεί η πρόβλεψη για έξοδο της Ευρωζώνης από το υφεσιακό κλίμα και αυξηθεί ο όγκος του διεθνούς εμπορίου το 2014, ότι «η ελληνική βιομηχανία θα μπορέσει ίσως τον επόμενο χρόνο να επανέλθει όντως σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια».
Ο ρυθμός πτώσης της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής το 2013, βάσει των στοιχείων που αφορούν τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, επιβραδύνθηκε σε -1,7%, από -5% την ίδια περίοδο του 2012. Τα ποσοστά απασιοδοξίας στον χώρο των βιομηχανικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στα μέσα του έτους, συρρικνώθηκαν. Αλλά προς τα τέλη του έτους, καθώς διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες για μείωση του δυσβάστακτου ενεργειακού κόστους, αύξηση της ροής τραπεζικών πιστώσεων και ελάφρυνση των φορολογικών βαρών της παραγωγικής διαδικασίας, το επιχειρηματικό κλίμα επιβαρύνθηκε και πάλι. Η επιδείνωση αυτή φαίνεται να συνδέεται επίσης, σε σημαντικό βαθμό, με την υποχώρηση της διεθνούς ζήτησης, που επανέφερε σε αρνητική τροχιά τις εξαγωγές και οδήγησε τον περασμένο Οκτώβριο, τελευταίο μήνα με διαθέσιμα στοιχεία, σε πτώση των νέων παραγγελιών ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων κατά 17,5%, έναντι ανόδου τους κατά 15,3% τον ίδιο μήνα του 2012.
Δεν ήταν «τρύπα στο νερό» βέβαια, για τη βιομηχανία, η συρρίκνωση του κόστους εργασίας και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, σχεδόν σε υπέρτατο βαθμό. Η ανάκαμψη των περιθωρίων μεικτού κέρδους φαίνεται να συνεχίζεται και να αφορά πλέον περισσότερες από τις μισές ενεργές επιχειρήσεις του τομέα, οι οποίες επωφελούνται ως ένα βαθμό από τα κενά που αφήνουν όσες τερματίζουν τον βίο τους. Αλλά η συνολική σμίκρυνση του όγκου παραγωγής, σε συνδυασμό με την έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων και τις υψηλές ενεργειακές και άλλες επιβαρύνσεις, τείνουν να εξουδετερώνουν σε βραχυπρόθεσμη βάση τα οφέλη ανταγωνιστικότητας από τη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, καθιστώντας ανέφικτη, ακόμη, την παραγωγική ανάκαμψη των περισσότερων κλάδων.
Ωστόσο συγχρόνως «υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι κλάδοι όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα θα βελτιώσουν τις επιδόσεις τους το 2014 και το ζητούμενο είναι πόσοι κλάδοι θα μπορέσουν να πετύχουν το ίδιο, βοηθούμενοι από την αναμενόμενη αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου», σημειώνει με συγκρατημένα αισιόδοξους τόνους ο διευθυντής ερευνών του ΙΟΒΕ. «Και πέρυσι τέτοιον καιρό ως ΙΟΒΕ ελπίζαμε ότι το 2013 θα ήταν θετική χρονιά για τον τομέα, αλλά αυτό δυστυχώς, για διάφορους λόγους, δεν συνέβη», ομολογεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η «ανάρρωση» του τομέα όντως συνεχίστηκε, αλλά δεν ολοκληρώθηκε το 2013, θα μπορούσε να πει κανείς, αναλύοντας στοιχεία όπως η εξέλιξη του όγκου της παραγωγής. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου οι δεκαεπτά από τους 24 βιομηχανικούς κλάδους παρουσίασαν πτώση του όγκου του προϊόντος τους για ακόμη μία χρονιά, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ο ρυθμός επιβραδύνθηκε σημαντικά. Αυτό συνέβη και με τον κύκλο εργασιών, τα έσοδα δηλαδή των διαφόρων κλάδων. Στο δωδεκάμηνο Νοεμβρίου 2012-Οκτωβρίου 2013 κατεγράφη συνολική πτώση των βιομηχανικών εσόδων κατά 4,3%, έναντι αύξησης κατά 3,4% το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο, που οφειλόταν όμως σχεδόν αποκλειστικά στα αυξημένα έσοδα του πετρελαϊκού κλάδου. Με εξαίρεση έξι κλάδους, σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους ο ρυθμός μείωσης των εσόδων το 2013 επιβραδύνθηκε. Ίσως, λοιπόν, να είναι πιο ρεαλιστικές εκείνες οι προβλέψεις που κάνουν λόγο όχι για ανάκαμψη, εμφανή τουλάχιστον, αλλά για πιθανή σταθεροποίηση του τομέα το 2014.
Κι αυτή η πρόβλεψη όμως φαίνεται να τελεί υπό την αίρεση ότι δεν θα πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων διακηρύξεις, όπως αυτή για σοβαρή μείωση του υψηλού ενεργειακού βιομηχανικού κόστους, που πλήττει κλάδους μείζονος σημασίας. Ο κίνδυνος ο βιομηχανικός τομέας να υποστεί τελικώς «ανήκεστο βλάβη», όπως έχει επισημάνει σχετικά πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δεν μοιάζει αβάσιμος.
Ο ίδιος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνει ως πολύ θετική εξέλιξη την απροσδόκητη για πολλούς πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να θέσει κατά κάποιον τρόπο στο επίκεντρο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, από τις αρχές του 2014, το θέμα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, με τη συγκατάθεση, αν όχι με την παρότρυνση, των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
«Πρόκειται για πολύ σημαντικό θέμα, η οικονομία μας χρειάζεται όλους τους κλάδους και ο μεγαλύτερος από όλους αυτούς, λόγω και της υψηλής προστιθέμενης αξίας του, είναι η βιομηχανία», αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, προσθέτοντας: «Έχουμε μια γερή βάση, την οποία πρέπει να αναπτύξουμε, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε την κρίση και να υιοθετήσουμε ένα βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο. Η βιομηχανική πολιτική μπαίνει πια σαν μεγάλο θέμα, όπως είναι, στο τραπέζι, μετά τη συγκρότηση και διυπουργικής επιτροπής για το θέμα αυτό», ενώ μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, στη χώρα μας η έννοια της βιομηχανικής πολιτικής ήταν «στα αζήτητα».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, χρειάζεται «βιομηχανική επανεκκίνηση». Η επιδιωκόμενη αναγέννηση της πραγματικής οικονομίας δεν μπορεί παρά να έχει «αιχμή του δόρατος τη βιομηχανία».
«Αναμένουμε λοιπόν το σχέδιο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας», συμπληρώνει από την πλευρά του ο Αντώνης Κοντολέων, μέλος του προεδρείου της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), που θέτει μετ’ επιτάσεως το θέμα της μείωσης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία σε επίπεδα συμβατά με αυτά των ανταγωνιστριών χωρών. «Ας μη γελιόμαστε, θα ήταν αυταπάτη να περιμένουμε ανάκαμψη της βιομηχανίας χωρίς να έχει λυθεί το θέμα αυτό», πιστεύει.
Πρόκειται για θέμα που έχει εξελιχθεί σε λυδία λίθο για τη διακρίβωση των προοπτικών της ελληνικής βιομηχανίας και τίθεται πλέον μεταξύ άλλων, κατά προτεραιότητα, από όλους σχεδόν τους βιομηχανικούς Συνδέσμους της χώρας, που ζητούν να έλθει η μεταποίηση «στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής».
Στην ανάγκη αυτή στέκεται, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) Αθανάσιος Σαββάκης, ο οποίος πιστεύει ότι, αν και ο κίνδυνος ακύρωσης των προσπαθειών εξόδου από την κρίση είναι υπαρκτός, με την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής «η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να επανέλθει ξανά σε αναπτυξιακή τροχιά το 2014». Θεωρεί επιβεβλημένο ένα πρόγραμμα «τόνωσης των επενδύσεων και της ρευστότητας των επιχειρήσεων» και πιστεύει ότι πρέπει να υιοθετηθεί «στοχευμένη βιομηχανική πολιτική, όχι μόνο με οριζόντια μέτρα, αλλά και με συγκεκριμένα κλαδικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά».