Οι υπουργοί Ενέργειας της Ομάδας των Είκοσι (G20) δεσμεύθηκαν να συνεργασθούν για να εξασφαλίσουν «τη σταθερότητα της αγοράς» πετρελαίου, αναφέρεται σε ανακοίνωση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και στην οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά σε μείωση της παραγωγής.
«Δεσμευόμαστε να λάβουμε όλα τα απαραίτητα και άμεσα μέτρα για να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα της αγοράς ενέργειας», δηλώνουν οι υπουργοί σε ανακοίνωση που έδωσαν στη δημοσιότητα μετά την εικονική σύνοδο κορυφής τους που οργανώθηκε από τη Σαουδική Αραβία.
«Οι σημερινές συνομιλίες αφορούσαν μια πολυμερή λύση για να επιλυθεί το ζήτημα της αστάθειας» των τιμών. «Δεν συζητήσαμε για αριθμούς», δήλωσε ο Σίμους Ο’Ρίγκαν, υπουργός Φυσικών Πόρων του Καναδά, στη διάρκεια τηλεφωνικής ενημέρωσης των δημοσιογράφων μετά το τέλος της συνόδου.
«Σ’ αυτό το στάδιο, το θέμα ήταν να συζητήσουμε για μια πολιτική και για μια συλλογική δέσμευση ότι θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να βελτιώσουμε τη σταθερότητα. Δημιουργήσαμε μια ομάδα εργασίας, η οποία θα αναλάβει να εξασφαλίσει και να παρουσιάσει τα στοιχεία μιας συντονισμένης απάντησης», διευκρίνισε. Η ομάδα αυτή πρόκειται να συνεδριάσει «προσεχώς», δήλωσε.
Ο ίδιος χαρακτήρισε «επιτυχή» τη σύνοδο, που έγινε με τηλεδιάσκεψη, έστω και μόνο για το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε και πρόσθεσε πως «οι χώρες της G20 κατανοούν ότι η οικονομική ασφάλεια και ευημερία των λαών μας συνδέεται με μια αγορά ενέργειας που λειτουργεί καλά και είναι σταθερή».
«Το γεγονός (…) ότι είμαστε διατεθειμένοι να εργασθούμε μαζί για να συντονίσουμε άμεσα τις προσπάθειές μας, να συγκεντρώσουμε δεδομένα για να μάθουμε τι να κάνουμε ώστε να βρούμε αυτή τη σταθερότητα, σηματοδοτεί ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Δεν είμαστε ακόμη εκεί που θα θέλαμε να είμαστε, όμως είναι σίγουρα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε.
Ο Καναδάς, υπενθύμισε, «είναι ο τέταρτος παγκόσμιος παραγωγός πετρελαίου», προϊόν που αντιπροσωπεύει «8% του ΑΕΠ του». Η χώρα αυτή, η οποία διαθέτει τα τρίτα μεγαλύτερα αποθέματα του πλανήτη, έχει ήδη, σύμφωνα με τον ίδιο, μειώσει την παραγωγή της «κατά περίπου 750.000 βαρέλια την ημέρα» τους τελευταίους μήνες, με την κατάρρευση των τιμών που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορονοϊού.