Την εκτίμηση ότι είναι άμεση ανάγκη να εξυγιανθεί και να ισχυροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα έτσι ώστε να επιστρέψει η εμπιστοσύνη και η ρευστότητα στις αγορές τόνισε στην ομιλία του ο πεόρς του ΕΒΕΑ Κ. Μίχαλός στην εκδήλωση του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής με θέμα «Κρίση στην ευρωζώνη και πολιτικές για την ανάπτυξη της νότιας Ευρώπη».
Αναλυτικά η ομιλία
«Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω για την πρόσκληση και για την ευκαιρία να συμμετέχω σε ένα τόσο ενδιαφέρον συνέδριο.
Πιστεύω ότι η συζήτηση για τις προοπτικές της ευρωζώνης αλλά και για τη συνοχή μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
Είναι απαραίτητο να αντλήσουμε τα σωστά διδάγματα από την εμπειρία των τελευταίων ετών. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τι έφταιξε για την κρίση που βιώνουν οι χώρες της ευρωζώνης και πώς θα διασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις, ώστε να μην υπάρξουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
Κυρίως είναι απαραίτητο να θυμηθούμε και να υπενθυμίσουμε και στους πολίτες της ευρωζώνης το όραμα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το εγχείρημα του κοινού νομίσματος.
Φοβάμαι ότι στο θέμα αυτό εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα σημαντικό έλλειμμα.
Η ένταση, το βάθος και οι συνέπειες της κρίσης που βιώνει τα τελευταία χρόνια η ευρωζώνη, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις δομικές αδυναμίες οι οποίες συνόδευσαν το σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης.
Οι αδυναμίες αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με συγκεκριμένους τρόπους. Απαιτείται ωστόσο γι’ αυτό αφενός κοινή πολιτική βούληση εκ μέρους των κυβερνήσεων και αφετέρου νομιμοποίηση εκ μέρους των πολιτών.
Αυτές οι προϋποθέσεις δεν μπορούν να διασφαλιστούν, όσο κυριαρχεί η διχαστική και λαϊκίστικη ρητορική που αναδύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της κρίσης. Μια ρητορική που στηρίχθηκε σε προσβλητικά στερεότυπα και στην αναζήτηση εξωτερικών ενόχων και εχθρών.
Αυτού του είδους οι προσεγγίσεις, όχι μόνο επιδείνωσαν την κρίση, αλλά δημιούργησαν το έδαφος για την ενίσχυση ακραίων πολιτικών μορφωμάτων σε όλη την Ευρώπη.
Οι οικονομίες του Νότου είναι μέχρι στιγμής ο μεγάλος χαμένος από την αποδυνάμωση της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της ευρωζώνης.
Η έλλειψη σχεδίου αντιμετώπισης κρίσεων, θα μπορούσε να καλυφθεί ταχύτερα και αποτελεσματικότερα, εάν ο κοινός στόχος για διατήρηση της συνοχής υπερίσχυε των επιμέρους πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Αντί αυτού, δυστυχώς, είδαμε να λαμβάνονται ή να αναβάλλονται αποφάσεις, με ορίζοντα την εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση και με υπέρτατο στόχο την αποφυγή εσωτερικού πολιτικού κόστους. Είδαμε επικίνδυνους πειραματισμούς, οι οποίοι δεν υπονομεύουν μόνο την ιδέα μιας αλληλέγγυας και συνεκτικής ευρωζώνης, αλλά και βασικούς πυλώνες της ελεύθερης αγοράς, όπως είναι η έννοια της τραπεζικής πίστης.
Εάν τα μέλη της ευρωζώνης είχαν αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά στην περίπτωση της Ελλάδας, χωρίς να απαιτηθεί επέμβαση του ΔΝΤ, η κρίση θα είχε αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει της. Και οι συνέπειές της θα είχαν περιοριστεί δραστικά. Δυστυχώς η αντίδραση αυτή δεν υπήρξε, με αποτέλεσμα να βρεθούν σταδιακά στο στόχαστρο των αγορών όλες οι οικονομίες του Νότου.
Τα παιχνίδια με την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, αλλά κυρίως με την αντοχή και την ανοχή των κοινωνιών, κορυφώθηκαν θα έλεγα με το σχέδιο διάσωσης της Κύπρου.
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν μετά από μια εβδομάδα δραματικής αβεβαιότητας, δεν είχαν συνέπειες μόνο για την Κυπριακή οικονομία. Επηρέασαν το σύνολο των χωρών της ευρωπαϊκής Περιφέρειας, στέλνοντας το μήνυμα ότι η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Ότι σε περιπτώσεις αναδιάρθρωσης τραπεζών, οι καταθέτες – δηλαδή αποταμιευτές, επιχειρήσεις, ταμεία κτλ – θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο λίγο – πολύ τρόπο, όπως και οι μέτοχοι των τραπεζών.
Το πλήγμα ήταν και είναι ιδιαίτερα σημαντικό, με δεδομένο ότι η επιβίωση και η επανεκκίνηση αυτών των οικονομιών προϋποθέτει αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Προϋποθέτει την ύπαρξη κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων.
Αυτές οι προϋποθέσεις ακυρώνονται αυτομάτως, με κινήσεις οι οποίες αυξάνουν το βαθμό ανασφάλειας των καταθετών. Κι αν μια τέτοια εξέλιξη παράγει πρόσκαιρο όφελος για τις τράπεζες χωρών που θεωρούνται ασφαλείς προορισμοί, όπως π.χ. της Γερμανίας, οι μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες από τον κλονισμό της εμπιστοσύνης και την εμβάθυνση του χάσματος στο εσωτερικό της ευρωζώνης αφορούν όλους.
Προς το παρόν, οι συνθήκες ρευστότητας στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου παραμένουν τραγικές, ιδιαίτερα όσον αφορά τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση ήταν το κύριο πρόβλημα για το 16% των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, στο σύνολο της ευρωζώνης.
Οι διαφορές, όμως, μεταξύ Βορρά και Νότου είναι εντυπωσιακές: το πρόβλημα της χρηματοδότησης αναφέρεται ως κορυφαίο από το 38% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, από το 25% των επιχειρήσεων στην Ισπανία και το 21% στην Πορτογαλία. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία και στη Γαλλία δεν ξεπερνά το 8%.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, στο διάστημα Οκτωβρίου 2012 – Μαρτίου 2013, μόλις το 25% των ελληνικών ΜμΕ που έκαναν αίτηση για τραπεζικό δάνειο έλαβαν το πλήρες ποσό που ζήτησαν. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Φιλανδία ανέρχεται είναι 79% και στη Γερμανία 85%.
Τον Απρίλιο του 2013, το επιτόκιο δανεισμού για επιχειρηματικά δάνεια κάτω του 1 εκατ. ευρώ, με περίοδο ωρίμανσης κάτω του ενός έτους, ήταν περίπου 7% στην Ελλάδα, ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο και η Αυστρία μόλις που ξεπερνούσε το 2%.
Δυστυχώς, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για προγράμματα υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, τα αποτελέσματα στην πράξη είναι πενιχρά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι σήμερα, η ΕΤΕπ σε συνεργασία με ελληνικές τράπεζες έχει χορηγήσει χρηματοδότηση σε 3.400 μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο αριθμός αυτός είναι απελπιστικά μικρός, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη χώρα λειτουργούν περισσότερες από 700.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Γι’ αυτό ευθύνεται αφενός η δυσκολία εκ μέρους των ελληνικών τραπεζών να καλύψουν το δικό τους μέρος της συγχρηματοδότησης. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται και η υπερβολικά συντηρητική στάση που τηρεί η ΕΤΕπ, απαιτώντας για την παροχή ρευστότητας ενέχυρα τα οποία είναι πρακτικά αδύνατον να εξασφαλιστούν.
Θα έλεγε κανείς ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. Κι όμως μπορούν.
Τις ημέρες αυτές διεξάγεται στις Βρυξέλλες μια διαπραγμάτευση μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης της Ε.Ε., στις χρηματοδοτικές ενισχύσεις ήσσονος σημασίας. Σε αυτές τις ενισχύσεις συμπεριλαμβάνονται και τα προγράμματα δανειοδότησης και εγγύησης δανείων από το Ελληνικό Δημόσιο προς Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, μέσω Ευρωπαϊκών Φορέων, όπως η ΕΤΕπ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων κτλ.
Οι αλλαγές που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνουν νέους ορισμούς και προϋποθέσεις που, αν υιοθετηθούν, θα επιφέρουν καταστροφικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις της Ελλάδας, αλλά και ευρύτερα του Ευρωπαϊκού Νότου.
Στην ουσία, οι αλλαγές αυτές θα καταστήσουν αδύνατη τη συμμετοχή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε ανάλογα προγράμματα στο μέλλον, καταργώντας πρακτικά το εργαλείο των επιχειρηματικών ενισχύσεων από την Ε.Ε.
Σύμφωνα με το νέο ορισμό που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προς την «ενιαία επιχείρηση», δηλαδή την επιχείρηση που μπορεί να δανειοδοτηθεί, οποιοσδήποτε όμιλος επιχειρήσεων θα αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον μια επιχείρηση – μέλος ομίλου δανειοδοτηθεί, καμία εκ των υπολοίπων δεν μπορεί να κάνει το ίδιο για τρία χρόνια, ασχέτως αν έχει διαφορετικό Διοικητικό Συμβούλιο ή μετοχική σύνθεση.
Επίσης, προτείνονται επιπρόσθετες προϋποθέσεις ορισμού μίας επιχείρησης ως «προβληματικής» – και συνεπώς μη χρηματοδοτούμενης – οι οποίες θέτουν εκτός δανεισμού σχεδόν το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, και όχι μόνο τις Μικρομεσαίες.
Για παράδειγμα, ως προβληματική θεωρείται επιχείρηση η οποία έχει δείκτη χρέους προς ίδια κεφάλαια υψηλότερο του 7,5, κέρδη προ φόρων προς δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, κάτω του 1,0 τα τελευταία δύο έτη και διαβάθμιση από τουλάχιστον έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, εγγεγραμμένο στην ΕΕ, ισοδύναμη με CCC+ ή χαμηλότερη. Σημειώνεται ότι ως προβληματική θα χαρακτηρίζεται επιχείρηση που εμφανίζει έστω και ένα από αυτά τα στοιχεία, και όχι το σύνολο τους.
Προφανώς, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του Ευρωπαϊκού Νότου. Η επιλογή να παρέχεται στήριξη σε βιώσιμες επιχειρήσεις, είναι εύλογη. Είναι όμως τελείως παράλογο το να τίθενται κριτήρια που αποκλείουν το σημαντικότερο και πιο ευάλωτο πληθυσμό επιχειρήσεων από την κοινοτική χρηματοδότηση.
Ήδη, με πρωτοβουλία της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος έχει κινητοποιηθεί το δίκτυο των Ευρωεπιμελητηρίων, ώστε να υπάρξουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις από τα κράτη μέλη. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επίσης ενημερωθεί και ελπίζουμε ότι υιοθετήσει ανάλογη στάση.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας να αποκατασταθεί ροή κεφαλαίων προς τις επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Ευρώπη 2020 και να θέτουμε φιλόδοξους αναπτυξιακούς στόχους, όσο εξακολουθούν να επικρατούν συνθήκες ασφυξίας στην Περιφέρεια.
Είναι άμεση ανάγκη να εξυγιανθεί και να ισχυροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, ώστε να επιστρέψει η εμπιστοσύνη και η ρευστότητα στις αγορές. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κινήσεις όπως:
– Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρωζώνη
– Η δημιουργία συστήματος κοινής εποπτείας
– Η δημιουργία κοινού Ταμείου Εκκαθάρισης Αφερέγγυων Τραπεζών
– Η δημιουργία Πανευρωπαϊκού Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων.
Η συνέχιση της διαίρεσης Βορρά και Νότου στην ευρωζώνη, η συνέχιση της απαξίωσης, της εκδικητικής λιτότητας και της υπονόμευσης της εμπιστοσύνης, δεν θα έχει κερδισμένους.
Το βέβαιο είναι ότι, εάν δεν υπάρξει σύντομα αλλαγή στάσης και πολιτικής, η ανάπτυξη θα αποχαιρετήσει οριστικά όχι μόνο τις χώρες του Νότου αλλά και τους υπεροπτικούς σήμερα εταίρους τους.
Οι αλλεπάλληλοι χειρισμοί των τελευταίων ετών, έχουν προξενήσει σημαντική ζημιά στο σύνολο της ευρωζώνης.
Μιας ευρωζώνης, που αντί να αυξάνει τη δύναμη και την επιρροή της, έχει μετατραπεί σε βαρίδι για την παγκόσμια οικονομία.
Μιας ευρωζώνης που αντί να ενώνει, διχάζει τους πολίτες της.
Σήμερα, οι αγορές φαίνονται να ανησυχούν λιγότερο για τα ελλείμματα και περισσότερο για την απουσία ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Βλέπουν ότι η συνταγή των περικοπών επιδεινώνει την κατάσταση στις περιφερειακές οικονομίες και οδηγεί τις υπόλοιπες σε στασιμότητα.
Κατανοούν πλέον ότι το πρόβλημα που απειλεί τα θεμέλια της ευρωζώνης δεν είναι ούτε οι «άσωτοι» λαοί, ούτε η κουλτούρα του Νότου. Είναι η επιμονή σε ένα αδιέξοδο οικονομικό δόγμα, που δείχνει να αγνοεί τις ανάγκες της ανάπτυξης, αλλά και τις αντοχές των πολιτών.
Σε λίγους μήνες, οι πολίτες της Ευρώπης θα πάνε στις κάλπες για να εκλέξουν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε οι εκλογές αυτές, για τη συγκρότηση του κορυφαίου ευρωπαϊκού θεσμού, να μετατραπούν σε πεδίο διχαστικής ρητορικής.
Αντίθετα, πρέπει να λειτουργήσουν ως αφορμή και ως κίνητρο για να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας στην αποκατάσταση ενός ενωτικού κλίματος.
Είναι σημαντικό να μην αφήσουμε τη δυσαρέσκεια των πολιτών για την οικονομική κρίση, να γίνει εργαλείο στα χέρια των λαϊκιστών. Να μην αφήσουμε να γίνει η κρίση όχημα για την αμφισβήτηση του Ευρωπαϊκού οράματος.
Σήμερα, υπάρχει ανάγκη για ένα νέο κοινό όραμα. Το οποίο θα διαπερνά τους λαούς της Ευρώπης και θα εκφράζεται από υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Χρειάζεται ένα όραμα το οποίο θα εκφράζεται με συνέπεια, με πράξεις και όχι με λόγια».