Την πόρτα των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit ήδη από τον προσεχή Ιούνιο απειλεί να κλείσει η βρετανική κυβέρνηση, σε περίπτωση που δεν υπάρξει ταχεία πρόοδος, αποκλείοντας εκ προοιμίου οποιαδήποτε συμμόρφωση με τις κοινοτικές ρυθμίσεις, που ζητούν οι Βρυξέλλες με αντάλλαγμα μία προνομιακή συμφωνία ελευθέρου εμπορίου.
Η δημοσίευση της βρετανικής διαπραγματευτικής εντολής επιβεβαιώνει τις σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες πριν από την έναρξη των περίπλοκων διαπραγματεύσεων τη Δευτέρα, μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. στο τέλος του Ιανουαρίου.
Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος, Βρετανοί και Ευρωπαίοι έχουν δέκα μήνες για να συμφωνήσουν για το είδος της νέας τους σχέσης πριν από το τέλος -στις 31 Δεκεμβρίου- της μεταβατικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζει να εφαρμόζει τους ευρωπαϊκούς κανόνες και την οποία το Λονδίνο έχει ήδη αποκλείσει ότι θα παρατείνει.
«Ο χρόνος που μένει είναι αρκετός, αν και περιορισμένος, ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταλήξουν σε συμφωνία», σύμφωνα με την υπό τον Μπόρις Τζόνσον βρετανική κυβέρνηση.
Όμως, αν «δεν υπάρχουν σοβαρές προοπτικές συμφωνίας τον Ιούνιο», το Λονδίνο απειλεί να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις, αφήνοντας να εμφανισθεί και πάλι το φάσμα της «μη συμφωνίας» με εν δυνάμει καταστροφικές οικονομικές συνέπειες εκατέρωθεν της Μάγχης.
Οι ανακοινώσεις της βρετανικής κυβέρνησης οδήγησαν αμέσως σε πτώση την ισοτιμία της στερλίνας έναντι του ευρώ.
Στόχος η αποφυγή δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού
Ένα από τα σημεία τριβής, είναι η απαίτηση των Βρυξελλών για το Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίσει να τηρεί μακροπρόθεσμα ορισμένους κανόνες της Ε.Ε., κυρίως στους τομείς των κρατικών επιδοτήσεων, του περιβάλλοντος, του εργατικού δικαίου και της φορολογίας, με αντάλλαγμα ένα μεγάλο άνοιγμα στην ευρωπαϊκή αγορά, που θα περιλαμβάνει κυρίως απαλλαγή από δασμούς επί των αγαθών.
«Η κυβέρνηση δεν θα διαπραγματευθεί καμία διευθέτηση βάσει της οποίας το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα ασκεί έλεγχο επί των δικών του νόμων και της πολιτικής του ζωής», σύμφωνα με τη διαπραγματευτική εντολή, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα δύο ημέρες μετά τη δημοσίευση της ευρωπαϊκής διαπραγματευτικής εντολής.
«Αυτό σημαίνει ότι δεν θα αποδεχθούμε καμία υποχρέωση οι δικοί μας νόμοι να συνδεθούν με τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, ανάμεσά τους και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να έχουν αρμοδιότητα για το Ηνωμένο Βασίλειο», αναφέρεται στο κυβερνητικό κείμενο, στο οποίο υποστηρίζεται πάντως ότι η Μεγάλη Βρετανία επιθυμεί «φιλική συνεργασία» ανάμεσα στις δύο «κυρίαρχες και ισότιμες» πλευρές.
Στόχος των «27» είναι να αποφευχθεί η δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού στις πόρτες της Ευρώπης, όπως μεταφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αλλά, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον δεν το εννοεί έτσι: στόχος του Brexit ήταν να διασφαλισθεί «η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία» του Ηνωμένου Βασιλείου, ακόμη και αν αυτό σημαίνει περισσότερους εμπορικούς φραγμούς.
Η βρετανική πλευρά θέλει απαραιτήτως τον έλεγχο επί του δικού του ρυθμιστικού πλαισίου σε ό,τι αφορά τις κρατικές επιδοτήσεις. Ακόμη και αν δηλώνει ανοικτό «σε αμοιβαίες δεσμεύσεις ώστε να μην αποδυναμωθεί ούτε να μειωθεί το ισχύον επίπεδο προστασίας» στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου ή των περιβαλλοντικών κανόνων.
Το ευαίσθητο θέμα της αλιείας
Άλλο σημείο τριβής, το θέμα της αλιείας. Η Ε.Ε. επιδιώκει «την διατήρηση αμοιβαίας πρόσβασης» στα χωρικά ύδατα των δύο πλευρών. Μία θέση που είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί το Λονδίνο, παρά την προειδοποίηση των Βρυξελλών που θέτει ως όρο για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας την συμφωνία για το θέμα της αλιείας.
Επιμένοντας ότι θέλουν να ξαναγίνουν «ανεξάρτητο παράκτιο κράτος» στο τέλος του 2020, οι Βρετανοί θέλουν να διαπραγματεύονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε χρόνο τους όρους πρόσβασης στα ύδατά της, όπως κάνουν σήμερα η Νορβηγία και η Ισλανδία.
Ο Μπόρις Τζόνσον επαναλαμβάνει ότι θέλει μία βασική εμπορική συμφωνία, όπως η συμφωνία που διαπραγματεύθηκε η Ε.Ε. με τον Καναδά, που θα διασφαλίζει την οικονομική ανεξαρτησία της χώρας.
Δύσκολο, απαντούν οι Βρυξέλλες: η εισδοχή στην ενιαία αγορά απαιτεί σεβασμό των κανόνων της και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση εξαιτίας των ισχυρών δεσμών που έχουν οικοδομηθεί εδώ και πέντε δεκαετίες συμμετοχής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώτο εμπορικό του εταίρο.
Οι δύο πλευρές δήλωσαν έτοιμες για την περίπτωση απουσίας συμφωνίας, γεγονός που θα σήμαινε ότι οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο θα διέπονται από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι οποίοι -μεταξύ άλλων- προβλέπουν την επιβολή δασμών επί των αγαθών.