Τις νέες δυνάμεις, τις προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αναλύει στην 16σέλιδη έκθεση του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τρ. Πειραιώς, Ηλίας Λέκκος.
Σύμφωνα με την ανάλυση η οποία τιτλοφορείται «The Greek Banking Sector after the crisis» (το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την κρίση), το ελληνικό επιχειρηματικό κλίμα φαίνεται να εξέρχεται από τη φάση συστολής.
Οι δείκτες της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας παραμένουν σε ακραία αρνητικά επίπεδα, αλλά μια οριακή άνοδος έχει παρατηρηθεί κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Ο δείκτης Financial Distress έχει δείξει μια αξιοσημείωτη μείωση, αντανακλώντας την σημαντική ελάφρυνση της οικονομίας από την πίεση. Ωστόσο, τα υψηλά επιτόκια ασκούν αρνητικές επιδράσεις στις επενδύσεις.
Υπάρχει πράγματι μια στενή σχέση μεταξύ του σχηματισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας και της μισθοδοσίας. Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων του ιδιωτικού τομέα και του δανεισμού, αυτό φαίνεται να έχει αποσταθεροποιηθεί από τα μέσα του 2011.
Νέες δυνάμεις που διαμορφώνουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα
– Ενοποίηση
– Ανακεφαλαιοποίηση
– Ρευστότητα
– Η μετάβαση στην Τραπεζική Ένωση
-Υιοθέτηση ενός νέου επιχειρηματικού μοντέλου
Ρευστότητα
Η πρώτη μεγάλη αιτία της μείωσης της ρευστότητας προέρχεται από την σιωπηρή και ρητή πίεση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες στην αποπληρωμή της χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, σύμφωνα με την Πειραιώς.
Η δεύτερη μεγάλη αιτία είναι η πλήρης ανατροπή του μηχανισμού δημιουργίας καταθέσεων και της μείωσης καταθέσεων
– Όταν μια τράπεζα εκδίδει ένα νέο δάνειο δημιουργεί ένα επιπλέον ποσό, είτε σε όσους έχουν λάβει το δάνειο ή στον τελικό αποδέκτη του δανεισμένου ποσό. Για παράδειγμα, όταν ένας δυνητικός αγοραστής ακινήτου παίρνει ένα στεγαστικό δάνειο, μια κατάθεση ίσου ποσού έχει δημιουργηθεί στο λογαριασμό του πωλητή του ακινήτου.
-Επιπλέον, επειδή οι τράπεζες υποχρεούνται να κατέχουν μόνο ένα τμήμα των καταθέσεών τους ως αποθεματικό, αυτή η νέα κατάθεση μπορεί να δημιουργήσει ένα άλλο δάνειο , το οποίο δημιουργεί μια νέα κατάθεση… και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε θέσει σε κίνηση ένα μηχανισμό που δημιουργεί έναν ενάρετο κύκλο καταθέσεων και δανείων.
Δημιουργία καταθέσεων
Αυτή η διαδικασία δημιουργεί μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ δανείων και καταθέσεων και ήταν η κύρια αιτία για την αύξηση των καταθέσεων στην Ελλάδα στην περίοδο μεταξύ 2000-2008.
Πρόσφατα, έχουμε εισέλθει σε έναν αρνητικό κύκλο, όπου η μείωση του τραπεζικού δανεισμού οδηγεί σε μια ανάλογη διάβρωση των καταθέσεων των τραπεζών και ως εκ τούτου στη ρευστότητα του μη τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες περικόπτουν περαιτέρω τον δανεισμό τους, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να διαβρώνονται ακόμη περισσότερο. Έτσι έχουμε μια αντιστροφή του μηχανισμού δημιουργίας καταθέσεων.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα ακαδημαϊκό θέμα, αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Το 2013, οι καταθέσεις θα έπρεπε να αυξηθούν, δεδομένου ότι είχαμε 2,1 δισ. των φορολογικών επιστροφών, 3,5 δισ. ευρώ πληρωμές από καθυστερούμενες οφειλές του δημοσίου, 2 δισ. ευρώ κοινοτικών επιδοτήσεων γεωργίας. Ωστόσο, οι καταθέσεις έχουν παραμείνει στάσιμες.
Η κατάσταση θα επιδεινωθεί λόγω της υποχρέωσης της χώρας μας να χρησιμοποιήσει μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος της για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους.
Οι στόχοι της τραπεζικής ένωσης
Ο στόχος της τραπεζικής ένωσης είναι να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, οι οποίες εμφανίστηκαν κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική και κρίση.
Πιο συγκεκριμένα οι στόχοι μπορούν να συνοψιστούν:
-Στην αντιμετώπιση του κατακερματισμού του τραπεζικού συστήματος, η οποία εκδηλώθηκε και στη μετατόπιση της ρευστότητας από τα αδύναμα στα ισχυρά τραπεζικά ιδρύματα και στη διεύρυνση του χάσματος στο κόστος του χρήματος.
– Στην αποφυγή της μετατροπής της ευρωπαϊκής οικονομίας σε «ζόμπι» (Zombification), όπου οι τράπεζες συνεχίζουν να αναχρηματοδοτούν τις κακές πιστώσεις, προκειμένου να αποφευχθεί η πραγματοποίηση των ζημιών και να αρνούνται να χορηγήσουν νέα δάνεια σε φερέγγυους πελάτες.
– Στην αποφυγή της χρήσης των χρημάτων των φορολογουμένων για να σώνονται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με απερίσκεπτες διοικήσεις.
– Στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, όσον αφορά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν σε μετοχές και ομόλογα τραπεζών.
Kίνδυνοι μετάβασης
Η μετάβαση από το τρέχον ρυθμιστικό καθεστώς σε μια πλήρως ανεπτυγμένη Ένωση Τραπεζών θα είναι παρατεταμένη, «ανώμαλη» και γεμάτη από αβεβαιότητες.
Πιο συγκεκριμένα, η αβεβαιότητα θα ενισχύεται από τις προσπάθειες για:
-Κοινούς ορισμούς και πρότυπα, π.χ. μη εξυπηρετούμενων δανείων, εποπτικά κεφάλαια, σταθμίσεις κινδύνου, κλπ.
– Αποτίμηση κρατικών ομολόγων, π.χ. συντελεστές στάθμισης κινδύνου
-Αντιμετώπιση χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, ως μέρος του ΣΕΠ
-Ποιος θα πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για την εξυγίανση των τραπεζών
– Ευελιξία στην εφαρμογή του bail -in
Stress Test
Για να είναι αξιόπιστες οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων πρέπει να είναι αυστηρές.
Αν είναι όμως αυστηρές ορισμένες τράπεζες θα μπορούσε να αποτύχει.
Για παράδειγμα:
– Ηνωμένο Βασίλειο: Άσκηση 2013 – Με βάση την αναλογία του κεφαλαίου 7%, 5 από τις 8 μεγαλύτερες τράπεζες απέτυχαν: RBS, Lloyds, Barclays, Co – Op, Nationwide
-ΗΠΑ: Ετήσια συνολική κεφαλαιακή Αξιολόγησης – Σύμφωνα με την CCAR, οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν στο 5% τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υποθέτοντας το δυσμένες σενάριο. Το 2012 η Citigroup και το 2013 η Goldman Sachs δέχτηκαν παρατηρήσεις από τις ρυθμιστικές αρχές.
Νέο Μοντέλο Banking I
Η παραδειγματική στροφή της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση στις επενδύσεις και τις εξαγωγές θα έχει βαθιά επίδραση στην κατεύθυνση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η άμεση συνέπεια αυτού του επαναπροσανατολισμού είναι ότι οι τράπεζες θα μετατοπίσουν την προσοχή τους από τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης στη χρηματοδότηση του νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Αυτό περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση:
-εξαγωγικών τομεών
– Βασικών μεταλλων
– Έργων υποδομής
– Γεωργία
– Πράσινη οικονομία
Νέο Μοντέλο Banking IΙ
Την ίδια στιγμή , ριζικές αλλαγές θα πρέπει να γίνουν όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των τραπεζών και των εταιρειών.
Το τρέχον μοντέλο, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, με περιορισμένη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο νέων μετόχων, και όπου ο πιστωτικός κίνδυνος μετριάζεται μέσω της χρήσης των ασφαλειών δεν είναι πλέον βιώσιμο.
Αντίθετα, οι τράπεζες είναι αναγκαίο να διασφαλίσουν τη ρευστότητα και τα κεφάλαια τους, χρηματοδοτώντας νέες επιχειρήσεις.