Ήταν αδύνατο να βρει κανείς κάποιον την περασμένη εβδομάδα στη σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που να πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προβούν τελικά σε στάση πληρωμών. Όλοι πίστευαν ότι θα βρεθεί κάποια λύση πριν από την προθεσμία της ερχόμενης Πέμπτης, έστω κι αν αυτό γίνει την τελευταία στιγμή.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ακόμη κι έτσι, πάντως, η μάχη για τον προϋπολογισμό των Ηνωμένων Πολιτειών επισκίασε τη σύνοδο του ΔΝΤ. Η πρώτη ερώτηση που γινόταν σε κάθε υπουργό Οικονομικών ή διοικητή κεντρικής τράπεζας ήταν: «Τι συνέπειες θα έχει μια αποτυχία να υπάρξει συμφωνία;» Η απάντηση ήταν: «Ολέθριες».
Πριν από πέντε χρόνια, ο Άλιστερ Ντάρλινγκ και ο Μέρβιν Κινγκ έφυγαν άρον-άρον από μια σύνοδο του ΔΝΤ για να ολοκληρώσουν το σχέδιο ενίσχυσης των βρετανικών τραπεζών. Κανείς δεν θέλει να περάσει ξανά μια τέτοια αγωνία.
Παρ’ όλα αυτά, γράφει ο Λάρι Έλιοτ στο Guardian, η κρίση γύρω από τον προϋπολογισμό έχει μεγάλη σημασία, αν και όχι για τους λόγους που έχουν αναφερθεί.
Η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει βελτιωθεί σημαντικά. Αφού απέφυγαν να πάρουν μέτρα λιτότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες έφτασαν στην ανάκαμψη πιο νωρίς από άλλες ανεπτυγμένες χώρες και γνωρίζουν τώρα μια ήπια ανάπτυξη. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερβεί φέτος το 3,6%, πολύ μικρότερο από το 5,8% που προβλέπεται για τη Βρετανία.
Τα δημοσιονομικά προβλήματα των ΗΠΑ -όπως και των περισσοτέρων ανεπτυγμένων κρατών- είναι μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα και οφείλονται κυρίως στο κόστος των επιδομάτων που λαμβάνουν οι όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι. Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι ιδιώτες βρίσκουν τρόπους να ελαχιστοποιούν τους λογαριασμούς τους με την εφορία. Και αυτό έχει αρχίσει να ανησυχεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Παραδοσιακά, το ΔΝΤ βρισκόταν στο πλευρό εκείνων που πιστεύουν ότι η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών γίνεται με την περικοπή των δαπανών.
Στην τελευταία του εξαμηνιαία έκθεση, όμως, δείχνει να κάνει μια στροφή. Πρώτα απ’ όλα, υποστηρίζει την ιδέα ενός φόρου στις οικονομικές δραστηριότητες, που θα επιβληθεί στα εισοδήματα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εναλλακτική λύση στο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Δεύτερον, το ΔΝΤ πιστεύει ότι πρέπει να γίνει κάτι με το διεθνές φορολογικό σύστημα που επιτρέπει σε εταιρείες όπως η Google και η Starbucks να πληρώνουν λίγους φόρους. Αντί για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών για το ποια θα προσφέρει τους μικρότερους φόρους στις επιχειρήσεις, το ΔΝΤ προτείνει τη συνεργασία. «Η ευκαιρία για την αναθεώρηση της διεθνούς φορολογικής αρχιτεκτονικής μοιάζει να έρχεται μια φορά τον αιώνα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τρίτον, το ΔΝΤ πιστεύει ότι πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα να πληρώνουν περισσότερα. Σε ορισμένες χώρες, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλούσιοι υποφορολογούνται.