Η επιμήκυνση της αποπληρωμής των ελληνικών δανείων και η μείωση των επιτοκίων τους αποτελούν έμμεσο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, δήλωσε ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Wall Street Journal.
Ο κ. Ρέγκλινγκ αμφισβητεί ότι χρειάζεται μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους, όπως υποστηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σημειώνοντας ότι το τελευταίο δεν λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή του την εξόφληση των δανείων της Ελλάδας μετά από 30 χρόνια και με πολύ χαμηλό επιτόκιο.
Ερωτηθείς, αν ο ΕΜΣ μπορεί να καταγράψει κεφαλαιακές ζημιές για τα δάνεια που έχει δώσει στην Ελλάδα, απάντησε: «Όχι. Ακούω ότι υπάρχει μία ευρεία συζήτηση για το θέμα της περικοπής του χρέους. Δεν είναι πεπεισμένος ότι αυτή είναι αναγκαία». Συνεχίζοντας, δήλωσε: «Από την οπτική της Ελλάδας, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο στοιχείο επιδότησης στη χρηματοδότηση που παρέχουμε, χωρίς δημοσιονομικό κόστος για τις χώρες – μέλη μας, ασφαλώς. Αυτή προκύπτει από τις μακρές περιόδους λήξης, τα χαμηλά επιτόκια και το γεγονός ότι υπήρξε ακόμη και αναστολή σε κάποιες πληρωμές τόκων – έχουμε την αναστολή πληρωμής τόκων για δέκα χρόνια, ως μέρος του δεύτερου προγράμματος. Αν τα αθροίσετε όλα αυτά, πρόκειται για ένα τεράστιο στοιχείο επιδότησης. Και αυτό είναι οικονομικά ισοδύναμο με ένα κούρεμα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και να δουν το θέμα με αυτό τον τρόπο».
Ο κ. Ρέγκλινγκ πρόσθεσε, ότι δεν αρκεί να τεθεί ως στόχος ένα ορισμένο επίπεδο του χρέους, αναφερόμενος στον στόχο 120% του ΑΕΠ που έχει τεθεί, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως βιώσιμο το ελληνικό χρέος. «Αυτό δεν έχει σημασία», είπε, προσθέτοντας: «Επειδή, εάν τεθεί ένα επίπεδο χρέους 120% του ΑΕΠ σε ένα χρονικό σημείο, έχει μεγάλη διαφορά, εάν η χώρα πρέπει να πληρώνει επιτόκια της αγοράς για το χρέος αυτό – που θα ήταν σήμερα στο 9% και ακόμη και αν μειωθούν θα φθάσουν στο 6% – ή εάν πληρώνει τα επιτόκια που χρεώνουμε εμείς, τα οποία είναι περισσότερο κοντά στο 1,5%. Αυτά είναι τα επιτόκια, με συν ή πλην ένα τέταρτο της μονάδας (0,25%). Δεν είναι επαρκής ανάλυση, αν κάποιος λαμβάνει υπόψη του μόνο το επίπεδο του χρέους ή τον λόγο του χρέους…Εμείς παρέχουμε χρηματοδότηση για 30 χρόνια».
Ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι έγινε μεγάλη συζήτηση για το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, προσθέτοντας ότι αυτή η συζήτηση θα επαναληφθεί στους επόμενους 6 έως 9 μήνες και τότε η άποψή του αυτή θα αποτελέσει ένα «σημαντικό σημείο». Το ΔΝΤ, είπε, ενημερώνει τον ΕΜΣ για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί όσον αφορά την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. «Ναι, συμμετέχουμε σε αυτή τη πληροφόρηση, επειδή εμείς δίνουμε κάποια από τα δεδομένα. Και αυτό είναι αναπόφευκτο, επειδή η συμμετοχή μας (στο ελληνικό χρέος) είναι τόσο μεγάλη, ώστε το ΔΝΤ θέλει να ακούσει τις υποθέσεις που κάνουμε για τα επίπεδα των επιτοκίων. Συμμετέχουμε, δεν είμαστε υπεύθυνοι για την ανάλυση του χρέους του ΔΝΤ», μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το Eurogroup, τόνισε ο κ. Ρέγκλινγκ, έχει κάνει σαφές ότι δεν αφήσει μόνη την Ελλάδα, όσο τηρεί τους όρους που έχουν τεθεί. Οι όροι του υφιστάμενου προγράμματος, είπε, λήγουν τον επόμενο χρόνο, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί όταν θα λήξει το πρόγραμμα,. «Δεν υπάρχει δανεισμός από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) χωρίς όρους», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν όροι όταν σταματήσουν οι εκταμιεύσεις δανείων.
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο αναδρομικής ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών από τον ΕΜΣ, ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι «ότι κάποιες χώρες της Ευρωζώνης έχουν δηλώσει ότι αυτό θα είναι δύσκολο ή αδύνατο». Κάτι τέτοιο, είπε, θα απαιτούσε ομοφωνία και την έγκριση των κοινοβουλίων σε κάποιες χώρες «και αυτό κατά την άποψή μου φαίνεται πολύ δύσκολο».
Αναφερόμενος στις ελληνικές τράπεζες, ο επικεφαλής του ΕΜΣ είπε ότι είναι καλά ανακεφαλαιοποιημένες και έχουν αποθέματα κεφαλαίων (core tier 1) αρκετά πάνω από το 9%. «Αυτό είναι καλό και πράγματι υπάρχουν κάποια κεφάλαια (από τα 50 δισ. ευρώ που δόθηκαν ως δάνειο από το ΕΤΧΣ στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος) και κάποια από αυτά μπορεί να χρειασθούν για τις μικρότερες τράπεζες. Δεν γνωρίζω πόσα. Πρέπει να περιμένουμε και να δούμε τι θα μας πουν οι έλεγχοι αντοχής. Αλλά, από όσα γνωρίζω, οι μεγάλες τράπεζες είναι σε καλή κατάσταση».