«Εντός της εντολής της η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό», είπε ο Ντράγκι πριν ακριβώς έναν χρόνο. Τι απέφερε τελικά η διαφιλονικούμενη δήλωση; αναρωτιέται η Deutsche Welle και στο ερώτημα επιχειρούν να απαντήσουν οι ειδικοί.
Λονδίνο, 26 Ιουλίου του 2012. Μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ομιλία του επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ενώπιον τραπεζιτών στο Λονδίνο. Το ακροατήριο όμως ήταν ξεχωριστό: ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν ο πρίγκιπας Κάρολος, ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αλλά και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Η παρουσία των μέσων μαζικής ενημέρωσης ήταν έτσι δεδομένη όταν ο Μάριο Ντράγκι έστειλε το αποφασιστικής σημασίας μήνυμα, ότι η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ.
Όπως σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank Τόμας Μάγερ: «Βραχυπρόθεσμα συνέβαλε στο να ηρεμήσουν οι αγορές. Μακροπρόθεσμα εισήγαγε μια αλλαγή στο μοντέλο της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης».
Όντως, λίγο μετά την ομιλία Ντράγκι επέστρεψε στις αγορές η ηρεμία, τα επιτόκια δανεισμού μειώθηκαν σε υποφερτά επίπεδα ενώ σταμάτησε και η μαζική εκροή κεφαλαίων από τις χώρες της κρίσης. Το τίμημα αυτής της ηρεμίας όμως είναι πολύ υψηλό καθώς οδήγησε ουσιαστικά σε μια ριζική αλλαγή στρατηγικής εντός της ΕΚΤ: «Εάν η προτεραιότητα μέχρι τότε ήταν η τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, μετά την ομιλία αυτή οι όροι αντιστράφηκαν: πρώτα το ευρώ και μετά οι προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το ευρώ».
Όπως σημειώνει ο Μίχαελ Χάιζε, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz SE: «Εάν ο Ντράγκι δεν αναλάμβανε καμία πρωτοβουλία, τότε θα ήταν ορατός ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης. Το σενάριο αυτό θα κόστιζε στη Γερμανία πολύ περισσότερα από τα πακέτα διάσωσης των τελευταίων χρόνων».
Ένα μήνα μετά ήρθε και το δεύτερο μήνυμα Ντράγκι. Το ευρώ έχει απόλυτη προτεραιότητα και στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να αγοράζει ομόλογα, αν χρειαστεί μάλιστα, απεριόριστα.
Αυτό ήταν το δεύτερο μήνυμα που ήταν κρυμμένο στην πρόταση του Μάριο Ντράγκι. Το μήνυμα αυτό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
Οι πιο συντηρητικές φωνές υποστήριξαν ότι αποστολή μιας κεντρικής τράπεζας είναι η σταθερότητα των τιμών και ότι με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έσπαγε ένα ταμπού. Ο Μίχαελ Χάιζε δε συμφωνεί: «Θα πρέπει να το ζυγίσουμε.
Η ΕΚΤ ήταν η μοναδική κεντρική τράπεζα που δεν αγόραζε κρατικά ομόλογα τους τελευταίους 16 μήνες. Τα λόγια του Ντράγκι ήταν αρκετά για να καθησυχάσουν τις αγορές. Πιστεύω ότι αυτό πρέπει να θεωρηθεί επιτυχία».
Οι επικριτές του Μ. Ντράγκι όμως επιμένουν: και μόνον η δυνατότητα αγοράς κρατικών ομολόγων υπερχρεωμένων χωρών, έχει την οσμή της χρηματοδότησης κρατών, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τον πληθωρισμό και λειτουργεί αντιπαραγωγικά ως προς την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
«Εάν αυτή η εγγύηση παραμονής στην ευρωζώνη οδηγεί όντως σε χαλάρωση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών», λέει ο Τόμας Μάγερ, «τότε οι επικριτές του έχουν εν τέλει δίκιο». Γιατί με τον τρόπο αυτό, όπως εκτιμά, η ΕΚΤ εξελίσσεται σε ένα κατάστημα «self-service» για τις χώρες της ευρωζώνης.
Ένας χρόνος λοιπόν από την ομιλία Ντράγκι. Τι άλλαξε; Τίποτα, λένε οι υποστηρικτές της πολιτικής του. Το ευρώ εξακολουθεί να υφίσταται, όπως οι και 17 -σύντομα 18- χώρες που το έχουν υιοθετήσει ως κοινό τους νόμισμα. Η ομιλία Ντράγκι, λένε οι ίδιοι, επέφερε ηρεμία η οποία με τη σειρά της δίνει χρόνο στις χώρες της κρίσης να προχωρήσουν με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Άλλαξαν πολλά, ανταπαντούν οι αντίπαλοι της πολιτικής αυτής. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έχουν χαλαρώσει και είναι απλά θέμα χρόνου μέχρι η ΕΚΤ να αρχίσει να τυπώνει χρήμα για να βοηθήσει τις υπερχρεωμένες χώρες. Το κυριότερο όμως, σύμφωνα με τους ίδιους: τα θεμέλια του ευρώ, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, τρίζουν μετά την αλλαγή πορείας της ΕΚΤ. Ο Μίχαελ Χάιζε διαφωνεί: «Και τα μεγάλα πακέτα διάσωσης των κυβερνήσεων δεν συνάδουν με το πνεύμα αυτής της συνθήκης. Επομένως δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την ΕΚΤ ότι ήταν η πρώτη που την ερμήνευσε με διαφορετικό τρόπο».